«Χωρίς αμφιβολία
βρισκόμουν μέσα στο ποτάμι.
Πέρα μακριά έβλεπα τα Ηλύσια Πεδία,
το στάρι
ήταν ολόχρυσο και ο ουρανός καταγάλανος,
αλλά το ρεύμα κυλούσε ορμητικό
και τσουχτερό ανάμεσα στα πόδια μου.
Η μυρωδιά έγινε πιο δυνατή, σχεδόν
ενοχλητική,
τα νερά μού έφτασαν ώς το λαιμό
και δεν ήξερα να κολυμπάω.
Δεν είχα τη δύναμη ν' αντισταθώ στο νερό
κι ήμουν έτοιμος να παραδοθώ.
Αλλά κι η ντροπή μου έφτανε στο τέλος της σιγά-σιγά.
Μια ειρήνη σαν τον
ίδιο τον θάνατο,
μια βαθιά γαλήνη έπεσε στην καρδιά μου.
Ήμουν έτοιμος.
Θα πέθαινα για δεύτερη φορά
και δεν θα μάθαινα τιποτ' άλλο.
Μου φάνηκε
πως μύριζα ξανά το γλυκό άρωμα
του τριαντάφυλλου που κλείνει για τη
νύχτα».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου