" Μου πήρε πολύ χρόνο και χρειάστηκε να γυρίσω σχεδόν ολόκληρο τον κόσμο
για να μάθω όσα ξέρω για την αγάπη,
τη μοίρα και τις επιλογές που κάνουμε στη ζωή.
Η ουσία τους, όμως, μου αποκαλύφθηκε σε μία μόνο στιγμή,
καθώς με βασάνιζαν αλυσοδεμένο σ’ έναν τοίχο.
Μέσα από τα σιωπηλά ουρλιαχτά που ξέσκιζαν το μυαλό μου
συνειδητοποίησα ότι ακόμα κι έτσι, αλυσοδεμένος, αιμόφυρτος, αβοήθητος,
δεν έπαυα να είμαι ελεύθερος.
Ελεύθερος να μισήσω αυτούς που με βασάνιζαν - ή να τους συγχωρήσω.
Δεν μοιάζει με τίποτα σπουδαίο, το ξέρω.
Αλλά όταν δεν έχεις τίποτε άλλο,
φυλακισμένος με μια αλυσίδα να δαγκώνει τη σάρκα σου,
μια τέτοια ελευθερία αντιπροσωπεύει ένα ασύνορο σύμπαν δυνατοτήτων.
Και η επιλογή που κάνεις, μίσος ή συγχώρεση,
μπορεί να γίνει η ιστορία της ζωής σου.
Στην περίπτωσή μου είναι μια μεγάλη ιστορία με πολλούς πρωταγωνιστές.
Υπήρξα ένας επαναστάτης που έχασε τα ιδανικά του στην ηρωίνη,
ένας φιλόσοφος που έχασε την ακεραιότητα του στο έγκλημα,
ένας ποιητής που έχασε την ψυχή του σε μια φυλακή υψίστης ασφαλείας.
Όταν απέδρασαν από το μπουντρούμι,
πηδώντας από τον μπροστινό τοίχο ανάμεσα από τα δύο κεντρικά φυλάκια,
έγινα ο πλέον καταζητούμενος άνθρωπος της χώρας μου.
Η τύχη με συντρόφεψε στην περιπλάνηση μου στον κόσμο
και με ακολούθησε ως την Ινδία,
όπου έγινα μέλος της μαφίας της Βομβάης.
Έκανα τον έμπορο όπλων, τον λαθρέμπορο, τον πλαστογράφο.
Με φυλάκισαν σε τρεις ηπείρους, με έδειραν, με μαχαίρωσαν
και με άφησαν να λιμοκτονήσω.
Πήγα στον πόλεμο.
Όρμησα καταπάνω στα εχθρικά πυρά.
Κι επέζησα, ενώ άλλοι γύρω μου πέθαιναν.
Άνθρωποι σχεδόν πάντα καλύτεροι από μένα,
η ζωή των οποίων συνθλίφτηκε από ένα σφάλμα και ξοδεύτηκε
από μια λάθος στιγμή μίσους, ή αγάπης, ή αδιαφορίας.
Τους είδα, και ήταν πολλοί.
Πάρα πολλοί.
Ο πόνος της ιστορίας τους και της ζωής τους
εισχώρησε μέσα μου κι έγινε κομμάτι της ύπαρξης μου."
(ακολουθεί αναδημοσίευση απο το https://www.news247.gr/sunday-edition)
«Ναι, όλα αυτά συνέβησαν» λέει ο εβδομηντάχρονος σήμερα -γεννημένος το 1952 στη Μελβούρνη- Ρόμπερτς. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί αν το πρώτο από τα ντόμινο της παραβατικής του συμπεριφοράς δεν είχε πέσει στα μέσα της δεκαετίας του ’70, τότε που, μη μπορώντας να διαχειριστεί το πρόωρο και άδοξο τέλος του γάμου του και της απώλειας της κηδεμονίας της κόρης του, παραδόθηκε στην ακαταμάχητη λήθη, όπως τη χαρακτηρίζει, της ηρωίνης. «Βίωνα ένα μεγάλο συναισθηματικό τραύμα και δεν είχα τα κότσια να το διαχειριστώ σωστά, να κάνω αυτό που πρέπει ο καθένας μας σε ανάλογες περιπτώσεις. Δηλαδή πρώτα απ’ όλα πρέπει να αποδεχτείς την προσωπική σου ευθύνη για τη συμφορά που σε έχει βρει. Αντί γι’ αυτό, άρχισα να παίρνω ηρωίνη για να σταματήσω να πονάω. Ήμουν ένα απελπισμένο πρεζάκι. Η ζωή, ξέρεις, για ένα πρεζάκι είναι πολύ απλή. Χρειάζεσαι τη δόση σου και θα κάνεις τα πάντα για να την αποκτήσεις» λέει.
ΤΟ ΨΕΥΤΙΚΟ ΠΙΣΤΟΛΙ
Ο ίδιος εγκατέλειψε τις σπουδές του στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Μελβούρνης, πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε για να θρέψει τον εθισμό του και όταν δεν του είχε μείνει πια τίποτα για να «σκοτώσει», άρχισε να ληστεύει. «Μπούκαρα σε τράπεζες και τους έλεγα: “Μη μου δώσετε παραπάνω χρήματα από αυτά που σας ζητάω, τόσα ακριβώς χρειάζομαι”» θυμάται, συνεχίζοντας να χαμογελά. «Μετά το αρχικό σοκ, οι ταμίες έβαζαν τα γέλια. Ποιος ξέρει, ίσως να καταλάβαιναν ότι το πιστόλι που είχα στην τσέπη μου ήταν ψεύτικο». Στα χέρια της αστυνομίας έπεσε το 1978 και στο δικαστήριο δήλωσε αμέσως ένοχος για να γλιτώσει, όπως υποστηρίζει, τους μάρτυρες, τα θύματά του, από την ταλαιπωρία του να πρέπει να βιώσουν ξανά το τραύμα που τους είχε επιφέρει με τις απερίσκεπτες πράξεις του. Ένιωθε ότι έπρεπε να πληρώσει για όσα είχε κάνει.
Καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση για ένοπλη ληστεία και οδηγήθηκε στη φυλακή. «Επικρατούσε απόλυτη βαρβαρότητα, σύντομα άρχισα να σκέφτομαι ότι θα πεθάνω εκεί μέσα» λέει. «Ήμουν σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα με πήγαιναν στο υπόγειο και θα με σκότωναν. Παρ’ όλα αυτά στην αρχή προσπάθησα να είμαι λειτουργικός κρατούμενος. Υπήρξα μάλιστα επικεφαλής μιας ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας. Εκείνο τον καιρό όμως πήγαινα ακόμη κόντρα σε όλους, έπεφτα με φόρα πάνω σε τοίχους χωρίς να μου καίγεται καρφί. Οπότε ολοένα και πιο συχνά οι φύλακες με έχωναν σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο επειδή τους αντιμιλούσα, μου έριχναν μερικά χαστούκια και μετά επέστρεφα στο κελί μου. Ώσπου με έδειραν τόσο πολύ που σκέφτηκα ότι την επόμενη που θα με έπιαναν στα χέρια τους, θα με αποτελείωναν. Ξαπλωμένος στο νοσοκομείο της φυλακής, σιδηροδέσμιος, σκέφτηκα: ως εδώ, πρέπει να φύγω από εδώ μέσα».
Έξι μήνες αργότερα, συνολικά δύο χρόνια αφότου είχε περάσει το κατώφλι της φυλακής, όντως θα δραπέτευε και θα έφτανε χρησιμοποιώντας πλαστό διαβατήριο στην Ινδία ως Νεοζηλανδός. Τους πρώτους μήνες κρύφτηκε σε ένα απομακρυσμένο χωριό της επαρχίας Μαχαράστρα της κεντροανατολικής Ινδίας, όπου έμαθε την τοπική γλώσσα μαράθι και οι ντόπιοι τον μετονόμασαν σε “Shantaram” δηλαδή «Άνθρωπο της ειρήνης του Θεού».
Επιστρέφοντας στη Βομβάη, προτίμησε να μείνει σε μία από τις χαοτικές της παραγκουπόλεις, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, κάποιες υποτυπώδεις προμήθειες σε φαρμακευτικό υλικό που είχε ακόμη στις αποσκευές του για να οργανώσει ένα άτυπο ιατρείο. Εύλογα ο ξανθός, γαλανομάτης «Νεοζηλανδός γιατρός» τράβηξε την προσοχή ενός από τους «νονούς» του υποκόσμου της Βομβάης, για λογαριασμό του οποίου ο Ρόμπερτς όχι μόνο θα μάθαινε να πλαστογραφεί και να διακινεί διαβατήρια και χρήματα, αλλά θα έφτανε μέχρι και να συμμετάσχει σε λαθρεμπορικές αποστολές πολεμικού υλικού στους Μουτζαχεντίν του Αφγανιστάν κατά τη διάρκεια της ρωσικής εισβολής. Και ήταν τόσο έντονη η άγνοια κινδύνου του («το θράσος του ανθρώπου που τρέχει μακριά απ’ όλους και απ’ όλα χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει» όπως λέει σήμερα) που παρά το κρυφτό του με τις αρχές στην Ινδία, αλλά και στην Ευρώπη όπου ταξίδευε με πλαστά διαβατήρια, τόλμησε να παίξει ως κομπάρσος σε Bollywood ταινίες αλλά και να ανέβει σε μερικές κακόφημες σκηνές διασκευάζοντας κλασικά ροκ τραγούδια με μια βραχύβια μπάντα της σειράς.
Όλα αυτά μέχρι το 1988, οπότε και μετά από μία δεκαετία ως φυγάς, συνελήφθη στη Γερμανία. «Από τη Φρανκφούρτη πήγα στη Γενεύη για να συναντήσω μία επαφή. Το είχα κάνει πολλές φορές μέχρι τότε, όμως μετά την τραγωδία του Λόκερμπι (σ.σ. η τρομοκρατική επίθεση της πτήσης Pan Am 103 που το 1988 εξερράγη πάνω από το μικρό χωριό της Σκωτίας με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 259 άτομα στον αέρα και 11 στο έδαφος), και τα μέτρα ασφαλείας στα αεροδρόμια ήταν δρακόντια. Με τσάκωσαν οι αστυνομικοί ενώ ήμουν φορτωμένος μέχρι το λαιμό με πλαστά διαβατήρια, χρήματα και ναρκωτικά. Με έχωσαν σε ένα δωμάτιο στο αεροδρόμιο και μετά σε μία BMW για να με πάνε στο τμήμα. Καθόμουν λοιπόν με χειροπέδες στο πίσω κάθισμα, δεξιά κι αριστερά μου είναι δύο αστυνομικοί, και άλλοι δύο μπροστά. Βγήκαμε στη λεωφόρο και, όπως κάνουν συνήθως οι Γερμανοί οδηγοί, ο αστυνομικός στο τιμόνι επιτάχυνε πάρα πολύ. Ήταν σαν να πετάμε!» λέει και θυμάται τον μοναδικό ρεαλιστικό -και κυρίως οριστικό- τρόπο διαφυγής που πέρασε από το μυαλό του. «Ήξερα ότι αρκούσε να ορμήσω για ένα δευτερόλεπτο προς το τιμόνι και να το στρίψω. Θα τελείωναν όλα γιατί θα σκοτωνόμασταν. Τόσο πολύ τρέχαμε».
Ο τρόμος που τον είχε κυριεύσει μόλις του πέρασαν τις χειροπέδες ήταν τόσο έντονος που καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής έπρεπε, όπως τονίζει, να παλεύει με αυτή την αυτοκτονική παρόρμηση. «Ευτυχώς δεν το έκανα, όχι τόσο για μένα, αλλά κυρίως για τους αστυνομικούς που δεν μου έφταιγαν σε τίποτα. Όμως όσο αποκαρδιωτικό είναι. Σκέφτεσαι ότι είναι προτιμότερο να πεθάνεις, παρά να ξαναμπεί μέσα στη φυλακή».
ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ
Σήμερα αντιμετωπίζει ως μία από τις πιο διδακτικές εμπειρίες της ζωής του τον προσωρινό εγκλεισμό του στη φυλακή της Φρανκφούρτης -στην πτέρυγα υψίστης ασφαλείας, κατόπιν οδηγιών των αυστραλιανών αρχών που τον αναζητούσαν τόσα χρόνια- μέχρι την έκδοσή του στην πατρίδα του το 1991. Θα έμενε άλλα έξι χρόνια στη φυλακή, δύο εκ των οποίων στην απομόνωση. «Ο μέσος όρος παραμονής στην απομόνωση είναι ένας μήνας. Μπορεί να σε κρατήσουν εκεί και για έξι μήνες, αν και είναι δύσκολο γιατί το ποσοστό των αυτοκτονιών αυξάνεται κατακόρυφα» λέει. «Νομίζω λοιπόν ότι τα δικά μου δύο χρόνια εκεί μέσα -το έκαναν για παραδειγματισμό, για να δουν οι υπόλοιποι κρατούμενοι τι τους περιμένει σε περίπτωση απόδρασης- ήταν ρεκόρ». Στην απομόνωση, μην έχοντας να κάνει τίποτα πέρα από το να σκέφτεται όσα είχε κάνει και τον είχαν οδηγήσει εκεί, μη γνωρίζοντας αν θα καταφέρει να βγει κάποτε από τη φυλακή με αναστολή, αποφασίζει να καταπιαστεί ξανά με τη μόνη δραστηριότητά του στα χρόνια της μεγάλης του φυγής στην Ινδία που δεν έβλαπτε κανένα: το γράψιμο:
«Τα χρόνια που ζούσα με ψεύτικα στοιχεία στη Βομβάη έγραφα μόνος μου τα βράδια. Κάποια στιγμή με σύστησαν στον διευθυντή μιας τοπικής εφημερίδας. Διάβασε τις ιστορίες μου και άρχισε να τις δημοσιεύει. Στην απομόνωση θα συνειδητοποιούσα ότι όλες αυτές οι ιστορίες που έγραφα εκείνα τα χρόνια αποτελούσαν τον προπομπό ενός μεγάλου μυθιστορήματος».
Ξεκίνησε να το γράφει όσο ήταν ακόμη στην απομόνωση, ώσπου ένα βράδυ έχασε την ψυχραιμία του, σε έναν έλεγχο ρουτίνας αντιμίλησε στους δεσμοφύλακες και εκείνοι κατέστρεψαν το χειρόγραφο. «Δεν μπορείς να κάνεις κάτι, δεν υπάρχει κάποιος ανώτερος να απευθυνθείς» λέει σήμερα στωικά. «Το καταπίνεις και συνεχίζεις. Δηλαδή ξεκινάς από την αρχή». Ώσπου ένας άλλος δεσμοφύλακας αποφάσισε να καταστρέψει και το νέο χειρόγραφο. «Είχα πια βγει από την απομόνωση και δεν ενοχλούσα κανέναν. Μια μέρα μπήκα στο κελί μου και το βρήκα σκισμένο. Για μια στιγμή σκέφτηκα να χιμήξω στον φύλακα, να του σπάσω το κεφάλι και να περάσω μετά άλλο ένα χρόνο στην απομόνωση. Αν κάτι είχα μάθει όμως τα δύο χρόνια που ήμουν κλεισμένος εκεί, ήταν να ξεπερνάω τέτοιου είδους παρορμήσεις. Μπορεί να ακουστεί υπερβολικό και σίγουρα δεν το συστήνω σε κανέναν, όμως τα δύο χρόνια που πέρασα στην απομόνωση ήταν τα πιο σημαντικά για την προσωπική μου εξέλιξη». Αντί να επιτεθεί στον δεσμοφύλακα, ο Ρόμπερτς βάδισε προς το μέρος του και, όταν έφτασε σε απόσταση αναπνοής, του είπε απλά: «Δεν πειράζει, σε συγχωρώ. Εκείνος σάστισε. Χαμήλωσε το κεφάλι και μου είπε: “Δεν ξέρω γιατί το έκανα”. Δεν μπορούσα να τον αγκαλιάσω -η οποιαδήποτε σωματική επαφή με τους φύλακες τιμωρείται- αλλιώς θα το έκανα. Επέστρεψα στο κελί μου, πέταξα τα αποκαΐδια του βιβλίου, και ξεκίνησα από την αρχή. Ξανά.»
Η ΣΥΓΡΡΑΦΗ ΤΟΥ «Σανταραμ»
Ο Ρόμπερτς βγήκε από τη φυλακή με αναστολή το 1997 και χρειάστηκε πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς για να γράψει το «Σανταράμ». Ολοκλήρωσε την τελευταία, 22η εκδοχή του χειρόγραφού του όντας σίγουρος, όπως λέει στο Magazine, όχι μόνο ότι το βιβλίο του θα εκδοθεί αλλά και ότι αργά ή γρήγορα θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο ή την τηλεόραση. Το «Σανταράμ» εκδόθηκε τελικά το 2003, η επιτυχία του υπήρξε ακαριαία και εκκωφαντική, και ο Ρόμπερτς δεν χρειαζόταν, ούτε μπορούσε, να κρύβεται άλλο πια στην πατρίδα του. «Εκείνη την εποχή είχα ακόμη μακριά μαλλιά, ίσως λοιπόν να ήταν εύκολο να με αναγνωρίσει κάποιος στο αεροδρόμιο ή σε ένα εμπορικό κέντρο» λέει. «Θυμάμαι, ας πούμε, να επιβιβάζομαι σε μια πτήση και κάθε δεύτερος επιβάτης να διαβάζει το βιβλίο μου. Ξαφνικά άρχισαν όλοι να με κοιτάζουν. Υπάρχει αυτού του είδους η διασημότητα που μεταφράζεται σε ένα κερασμένο δείπνο από τον ιδιοκτήτη ενός εστιατορίου που έχει λατρέψει το βιβλίο σου. Υπάρχει όμως και η πιο βαθιά επικοινωνία με αναγνώστες που μπαίνουν στη διαδικασία να σου στείλουν γράμματα και να σου εκμυστηρευτούν τους τρόπους με τους οποίους το δικό σου βιβλίο τους βοήθησε».
Ανάμεσα στους εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο που λάτρεψαν το «Σανταράμ» ήταν και ένας από τους δεσμοφύλακες που είχαν καταστρέψει το πρωτόλειο χειρόγραφο. «Το αστείο είναι ότι αρκετό καιρό μετά, στην Έκθεση Βιβλίου της Μελβούρνης, ο συγκεκριμένος φύλακας ήρθε να μου μιλήσει. Έκλαιγε και μου ζητούσε συγνώμη» θυμάται ο συγγραφέας. «Μου έλεγε ότι είχε αλλάξει δουλειά και ότι ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Μην ανησυχείς, του έλεγα, καλό μου έκανες, τα πράγματα ίσως να μην είχαν έρθει έτσι αν δεν είχες σκίσει εκείνο το χειρόγραφο. Ας πούμε ότι ήσουν ένας πολύ αυστηρός επιμελητής».
ΒΟΜΒΑΗ: ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ
Ένα χρόνο μετά την έκδοση του, η Warner Bros πλήρωσε 2 εκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει τα δικαιώματα της μεταφοράς του «Σανταράμ» στον κινηματογράφο. Το αρχικό πλάνο ήταν να σκηνοθετήσει ο Πίτερ Γουίαρ και να πρωταγωνιστήσει ο Τζόνι Ντεπ, ο οποίος θα εκτελούσε και χρέη συμπαραγωγού, κατόπιν στο τραπέζι έπεσε το όνομα του Τζόελ Έγκερτον, τελικά τα πλάνα έμειναν στο συρτάρι. Ο Ρόμπερτς, με το μεγαλύτερο τμήμα του επταψήφιου αντιτίμου, επέστρεψε στην Ινδία και σύστησε μια ΜΚΟ για να καλύπτει τα έξοδα σοβαρών ιατρικών επεμβάσεων για τους κατοίκους των παραγκουπόλεων της Βομβάης.
«Όταν ξεμπέρδεψα και με την αναστολή της ποινής μου, επέστρεψα στην Ινδία και έζησα εκεί για τρία-τέσσερα χρόνια. Η Βομβάη ήταν το δεύτερο σπίτι μου, έπρεπε να κάνω κάτι καλό εκεί, να ανταποδώσω», λέει. «Ακόμη κι όταν μετακόμισα στη Γενεύη, λίγο πριν το 2010, φρόντιζα να επιστρέφω στην Ινδία αρκετές φορές για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα». Σε μία από αυτές τις δεκάδες επιστροφές του, μάλιστα, τον συνόδεψε και η Όπρα Ουίνφρεϊ. Ο Γκρέγκορι Ντέιβιντ Ρόμπερτς δεν ήταν πια ένας καταζητούμενος αποσυνάγωγος, αλλά ένας διάσημος συγγραφέας σε όλο τον κόσμο, ένας new age σύμβουλος εταιρικής ευθύνης σε πολυεθνικούς κολοσσούς, ένας περιζήτητος ομιλητής σε συμπόσια πανεπιστημίων, διεθνών οργανισμών όπως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, ακόμη και σε συνεδριάσεις του ΟΗΕ.
Όλα αυτά μέχρι το 2014, οπότε και αποτραβήχτηκε από τα φώτα της διασημότητας για να περάσει έξι χρόνια και πάλι απομόνωση, πνευματική όμως, όπως τη χαρακτηρίζει, αυτή τη φορά, κατά τη διάρκεια της οποίας έγραψε το σίκουελ του «Σανταράμ» με τίτλο «Το Όρος της Σκιάς» (“The Mountain Shadow”, 2015), δεύτερο μέρος μιας άτυπης τριλογίας που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2022, οπότε και κυκλοφόρησε το «Πνευματικό Μονοπάτι» (“The Spiritual Path”).
«Κανείς δεν μπορεί να πάει στην Ινδία και να παραμείνει ίδιος. Σου εγγυώμαι ότι θα λατρέψεις την εμπειρία», λέει, έχοντας ο ίδιος εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία των γονιών του, να μεταφέρει εκεί τις στάχτες τους. «Πρέπει όμως να παραδοθείς στην Ινδία για να κερδίσεις. Πρέπει να πας με τη ροή των πραγμάτων. Αν προσπαθήσεις να λειτουργήσεις όπως σε μια δυτική χώρα, όπως στην Ελλάδα για παράδειγμα, θα τρελαθείς. Απλώς δεν γίνεται».
Η ΣΕΙΡΑ ΣΤΟ APPLE TV
Σήμερα ο Γκρέγκορι Ντέιβιντ Ρόμπερτς, με ξυρισμένο πια κεφάλι και με περιβολή γκουρού, από τη Τζαμάικα όπου ζει μόνιμα,
(«Με επίσημη άδεια παραμονής και ελπίζω τα επόμενα χρόνια να αποκτήσω την υπηκοότητα και να ταξιδεύω με Τζαμαϊκανό διαβατήριο σε όλο τον κόσμο - εκτός από τις ΗΠΑ όπου μου απαγορεύεται ακόμη η είσοδος. Δεν τους κατηγορώ, εσύ θα άφηνες ένα πρώην κατάδικο, φυγά και λαθρέμπορο όπλων για λογαριασμό εχθρών σου να μπει στο σπίτι σου;») καλοδέχεται την αναπτέρωση του ενδιαφέροντος για το «Σανταράμ» λίγο πριν την εικοσαετή επέτειό του και με αφορμή την πολυσυζητημένη τηλεοπτική του μεταφορά για λογαριασμό της Apple TV+.
Πρωταγωνιστεί, δηλαδή υποδύεται τον Ρόμπερτς, ο Τσάρλι Χάναμ. «Αποφάσισα συνειδητά να μην εμπλακώ καθόλου στη σειρά. Ως καλλιτέχνης δεν μου αρέσει να δημιουργώ με κάποιον πάνω από το κεφάλι μου. Γιατί να κάνω το ίδιο στους ανθρώπους της σειράς; Αντιθέτως, τους είπα να πάρουν όση ελευθερία θέλουν σε σχέση με το βιβλίο. Η τηλεόραση είναι διαφορετικό μέσο, δεν είναι λογοτεχνία, έχει άλλες απαιτήσεις», λέει ο συγγραφέας και εύχεται η σειρά να γίνει επιτυχία, οι συντελεστές της να την απολαύσουν γιατί τους αξίζει, γιατί έχουν δώσει τον καλύτερο τους εαυτό - λογικά και γιατί έτσι τα εκατομμύρια των αναγνωστών του διεθνούς best-seller του θα αυξηθούν. Επιμένει όμως ότι δεν θα δει τη σειρά, δεν βρίσκει το λόγο. «Η περιέργειά μου λειτουργεί πια με άλλους τρόπους» λέει.
Είναι 10 το πρωί στη Τζαμάικα, 6 το απόγευμα στην Ελλάδα, και αυτή ακριβώς τη στιγμή η περιέργειά του λειτουργεί ως εξής: θέλει να μάθει αν το όνομα του Έλληνα zoom-συνομιλητή του σημαίνει αυτό που νομίζει από τα λίγα ελληνικά που γνωρίζει (ναι αυτό σημαίνει, μέσες άκρες) και μετά θέλει να αφηγηθεί μια ιστορία για τον Έλληνα που μετανάστευσε στη Μελβούρνη το 1950 και παντρεύτηκε μια θεία του και όταν ο Γκρέγκορι Ντέιβιντ Ρόμπερτς ήταν 7 ετών του έμαθε να μετράει από το ένα ως το δέκα στα ελληνικά, του έμαθε όμως στα ελληνικά και δύο ρητά: «Ήμουν μικρό παιδί, δεν καταλάβαινα τι έλεγα ακριβώς, πάντως θυμάμαι τον θείο μου να επιμένει: “Γρηγόριε, πρέπει να μάθεις να λες: “Μολών λαβέ” και “Ελευθερία ή θάνατος”».,
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου