Η Μαρία Πολυδούρη γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη το 1922 ,
(στη Νομαρχία Αττικής όπου εργάζονταν και οι δύο), και τον
ερωτεύτηκε τρελά, αλλά κι ο Καρυωτάκης (τον Μάη του 1922) γράφει,
"Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη
σκέψη ότι μ’ αγαπάς έτσι;
Πονώ επειδή σ’
αγαπώ περισσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι
μπορούσα ποτέ ν’ αγαπήσω.
Τι έχω κάμει
λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;
Ένα "Τάκη!" ή ένα "που είσαι;", καθώς τα βάζεις
εκεί που πρέπει
φτάνουν βαθιά στην καρδιά
μου.
Ήθελα πράγματι να είμαστε, έστω και
πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο,
καλύτερα όμως -το ομολογώ- άνθρωποι,
αλλά
πιο απλοϊκοί πιο ελεύθεροι από τώρα.."
...η Πολυδούρη στο ημερολόγιό της, το
Μάη του 1922 εξομολογείται:
"Τον αγαπώ, τον
αγαπώ καμμιά αμφιβολία πιά!
Απελπισμένε
μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν’
αγαπήσω,
όσο σου πρέπει;"
...ενώ αργότερα σε
ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλεί να ζήσουν
μαζί:
"Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς
πόσο γλυκιά,
πόσο ανακουφιστική θα ’μαι σε
σένα.
Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο.
Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες.
Είμαστε φτωχοί και οι δύο, αλλά τι μ’ αυτό;
μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε
φτωχοί
και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε
πλούσιοι;
Δύο δωμάτια μας φτάνουν.
Η οριστική απάντηση του Καρυωτάκη
θα δοθεί σ’
έναν περίπατό τους στο Φάληρο.
Θα αρνηθεί την
πρόταση της Πολυδούρη επικαλούμενος ότι δεν έχει
το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει
από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα.
Η Πολυδούρη δεν θα τον πιστέψει,
υποθέτοντας ότι ο
καλός της δε θέλει να την παντρευτεί,
επειδή έχει
αποκτήσει κακή φήμη με τον τρόπο ζωής που κάνει.
Η
πτώση του στα μάτια της είναι μοιραία, και χωρίζουν.
Της προτείνει να συνεχίσουν την φιλία τους
και τη
διαβεβαιώνει ότι δε θα πάψει να την αγαπά.
Αυτή
όμως νοιώθει μειωμένη και ταπεινωμένη.
Θα δεχτεί
την αλλαγή μορφής στη σχέση τους και θα κρύψει τον
σπαραγμό της έως ότου, έξι χρόνια μετά, θα γράψει
πλημμυρισμένη από τύψεις:
"Το λίγο που σου απόμεινε, την ύστερνη ζωή
σου σε αγάπη την μετάβαλες
και μου την είχες
δώσει.Εγώ κι αν όλη τη ζωή μου ονόμασα δική
σου τι σούχα δώσει να χαρείς από μια αγάπη
τόση;
Και νόμιζαν πως έδινα, περήφανη να
κρύβω το θησαυρό που γέμιζε μέσα μου
και
χανόταν.Ά τώρα κάτω απ’ τη φριχτή τύψη αυτή
θα σκύβω πως ούτε πήρα το άξιο σου δώρο
που μου δινόταν."
...μετά τη ρήξη,
η Πολυδούρη αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Γεωργίου.
Το 1926 στο Παρίσι η Πολυδούρη
προσβλήθηκε από φυματίωση
και νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα, στο νοσοκομείο
Σωτηρία,
όπου το 1928 την επισκέφτηκε (και βρέθηκαν για τελευτάια φορά), ο Καρυωτάκης.
Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά.
Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής:
"Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου
ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ
προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς
περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ
ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη
πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο.
Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι' αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν
ἀποκρουστική.
Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν
δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν
κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ
ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται
ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ' αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.
Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν
ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ
ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.
Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν
οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου,
πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας."
Κ.Γ.Κ.
"[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν
κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη
νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό,
ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν
ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς
ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου".
Κ.Γ.Κ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου