" Αγύριστο κεφάλι, Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα...", Μίλτος Πασχαλίδης, εκδόσεις ΚΨΜ.

λέει ο Μίλτος Πασχαλίδης
"Αυτός ο τύπος, σχεδόν τριάντα χρόνια εθελούσια αποκλεισμένος σε δυο δωμάτια, 
ένα στην Κάτω Κηφισιά και ένα στην Πάργα, 
μου είχε ανοίξει παράθυρα σ' όλο τον κόσμο. 
Με είχε πάει στη Γη των Βησιγότθων, 
στο Μεξικό, στο Κατμαντού, στο Μετς, στο Πόρτο Ρίκο, 
μαζί είχαμε στήσει οδοφράγματα στο Παρίσι το Μάη του '68, 
είχαμε ανέβει στο κάρο μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, 
σαλπάραμε στο τσούρμο του Σεβάχ, από το Ταζ Μαχάλ ως το Ντεπό 
κι από την Πάργα ως την πλατεία Χόρχε ντ' Αλβαράδο."



" Ο Αλκης έπασχε από σπονδυλαρθρίτιδα.
Μου το είπε κάποια στιγμή που θεώρησα κατάλληλη να τον ρωτήσω, 
αρκετά χρόνια μετά την πρώτη γνωριμία μας, 
όταν ήμουν πλέον βέβαιος ότι η σχέση μας δεν κινδύνευε από δύσκολες ερωτήσεις.
Το έθεσα ακαριαία και σχεδόν αδιάφορα, 
σαν να ρωτούσα τι καιρό νομίζει ότι θα κάνει αύριο. 
Απάντησε στον ίδιο ακριβώς τόνο. 
Με τρεις λέξεις-γλωσσοδέτες. 
“Ρευματοειδή και αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα”.
“Το είχες από παιδί;” 
πίεσα λίγο παραπάνω τη συζήτηση. 
“Οχι. Η υγεία μου επιδεινώθηκε ραγδαία στη χούντα “. 
Μου δέθηκε η γλώσσα κόμπος. 
Η λέξη που άρχισε να αναβοσβήνει σαν κόκκινο φωτάκι στο μυαλό μου ήταν: 
βασανιστήρια. 
Υστερα, η μια λέξη έφερε την άλλη.
Δεν το έκανα επίτηδες, οι συνειρμοί μου είναι συνήθως ακούσιοι και ακατάσχετοι. Προκρούστης, φάλαγγα, Σίνης ο Πιτυοκάμπτης, ηλεκτροσόκ. 
Λέξεις – κόκκινα φωτάκια, αμείλικτα .
Ο Αλκης έπιασε δουλειά ως ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο του θείου του, 
αδερφού της μητέρας του, Ζήκου Ντίνου. 
Ο Ζήκος Ντίνος ήταν κομμουνιστής, η χούντα τον έστειλε εξορία, 
γύρισε το 1970 και άνοιξε το δικηγορικό του γραφείο (Πανεπιστημίου 46, Β’ όροφος), στο οποίο παράλληλα συστεγαζόταν και ένας τομέας του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ. 
Ο Αλκης συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. 
Με την ομάδα του έκρυβαν τους κυνηγημένους σε υπόγεια, 
τους φρόντιζαν και τους φυγάδευαν στο εξωτερικό. 
Συνελήφθη το καλοκαίρι του ’72, κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια για πέντε μήνες, πρώτα στην Μπουμπουλίνας και ύστερα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. 
Δε μίλησε… 
"Κι όταν η ανάγκη γίνεται Ιστορία, τότε η ιστορία γίνεται σιωπή."
Μπήκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ όρθιος και βγήκε με φορείο. 
Σακατεμένος. 
Για πολύ καιρό ήταν κατάκοιτος και τον τάιζαν με καλαμάκι. 
Κάποια στιγμή συνήλθε κάπως και επέστρεψε στην ενεργό δικηγορία. 
Εντάχθηκε στο Κόμμα, στην Οργάνωση των δικηγόρων, 
και παρέμεινε ενεργό μέλος για πολλά χρόνια. 
Από το ’74 και μετά άρχισαν τα μεγάλα προβλήματα. 
Η υγεία του επιδεινώθηκε ραγδαία… 
Το πάλεψε όσο μπορούσε. 
Για ένα διάστημα επέστρεψε και στη μάχιμη δικηγορία.
Εφυγε απ’ το γραφείο του θείου του και άνοιξε δικό του, στη Βερανζέρου. 
Παρέμεινε ανοιχτό μέχρι το ’84. 
Μετά δεν μπορούσε άλλο. 
Οχι να δικηγορήσει, καλά καλά ούτε να σταθεί όρθιος για πολλή ώρα. 
Οι πόνοι ήταν αφόρητοι. 
Ηταν τότε λοιπόν που ξεκίνησε η καινούργια του εξορία, 
η εξορία του κλειστού δωματίου, όπως σπαραχτικά την περιγράφει στο 
Σαράκι του Ρεμπώ”:
" τέσσερις τοίχοι η καινούργια μου εξορία.
Δε φταις εσύ, δε λέει συγγνώμη ο κεραυνός ". 


Ο Άλκης Αλκαίος (Βαγγέλης Λιάρος) γεννήθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1949 
κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα και πολιτογραφήθηκε κάτοικος Πάργας 
όπου τον περισσότερο καιρό έμενε εκεί, γράφοντας τους υπέροχους στίχους του 
με “δάσκαλό του” την ποίηση του Κ. Γ. Καρυωτάκη. 
Το όνομά του (Άλκης Αλκαίος) το πήρε από έναν θείο του ΕΛΑΣίτη που σκοτώθηκε 23 χρονών.

Το 1967 δημοσιεύτηκε ένα δοκίμιο που έγραψε ο ποιητής για τον Κώστα Καρυωτάκη με τον τίτλο: "Κώστας Καρυωτάκης: Ο ποιητής που αγαπήθηκε και μισήθηκε." 
Όπως λέει και ο ίδιος σε μια επιστολή του προς το Δ.Σ του Συλλόγου Παργινών Αθήνας:

«…Ήταν αρχές του 1967, όταν ο αείμνηστος Αλέξανδρος Μπάγκας, Δήμαρχος Πάργας, με παρουσίασε, μαθητή ακόμα στο γυμνάσιο Πάργας, ως δημιουργό με τα πιο ενθουσιώδη λόγια, στο κατάμεστο χειμωνιάτικο σινεμά, στου "Καρύδη". 
Θερμοί συμπαραστάτες ήταν οι αείμνηστοι Νίκος Τσάκας, Πέτρος Γιούργας και ο τότε Νομάρχης Πρεβέζης Θεόδωρος Βγενόπουλος. 
Θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα. 
Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. 
Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από το Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο. 
Έτσι ξεκίνησα. 
Με ένα πεζό για έναν ποιητή. 
Υπό την αιγίδα του Δήμου Πάργας.»

Ο Βαγγέλης Λιάρος τελείωσε το Γυμνάσιο Πάργας και σπούδασε στη Νομική Σχολή τα χρόνια της δικτατορίας. 
Σύμφωνα με μαρτυρίες εκείνης της εποχής, είχε εμπλακεί στην πρώτη απόπειρα δραπέτευσης του Αλέκου Παναγούλη από τη φυλακή, όπου βρισκόταν μετά την αποτυχημένη προσπάθεια δολοφονίας του Γιώργου Παπαδόπουλου. 
Συνελήφθη, βασανίστηκε άγρια και οι πληγές αυτών των βασανισμών 
σημάδεψαν ισόβια το κορμί του, καθώς του δημιούργησαν σοβαρότατα νευρολογικά και κινητικά προβλήματα. 
Κάποια στιγμή, ταξίδεψε στο εξωτερικό προκειμένου να υποβληθεί σε μία ειδική επέμβαση, 
η οποία όμως, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. 
Όσο περνούσαν τα χρόνια ήταν αναγκασμένος να περνά τις ημέρες του κλεισμένος σ' ένα σπίτι 
και για μεγάλα χρονικά διαστήματα ήταν καθηλωμένος στο κρεβάτι. 
Φύλακας-άγγελός του σε όλη αυτήν την περιπέτεια ήταν ο πατέρας του, ο οποίος ζούσε μαζί του 
και τον περιέβαλε με όλη του την αγάπη.

Η στιχουργική του και ποιητική του σταδιοδρομία άρχισε το 1977, 
όταν ο Θάνος Μικρούτσικος διάβασε ένα ποίημά του στον "Ριζοσπάστη". 
Η γνωριμία του και η πρώτη συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο το 1978 
στο δίσκο "Τραγούδια της λευτεριάς" με το τραγούδι "Φλεβάρης 1848" 
άφησε το στίγμα του στο ελληνικό τραγούδι. 
Το 1980, "Η μπαλάντα ενός φιλήσυχου" συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο "Δελτίο Καιρού" της Μαρίας Δημητριάδη σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. 
Δύο χρόνια αργότερα, το 1982, ήρθε ο δίσκος "Εμπάργκο" 
όπου ο στιχουργός υπογράφει όλους τους στίχους. 
Ο δίσκος αυτός είναι μια μεγάλη σφραγίδα εγγύησης του ποιητή στην ελληνική δισκογραφία 
και μία από τις πιο σημαντικές δουλειές, που έβγαλε στην επιφάνεια τραγούδια όπως "Το κακόηθες μελάνωμα", την "Πιρόγα" κ.ά. 
Το 1983 βγαίνει η μόνη ποιητική συλλογή του "Εμπάργκο-Ποιήματα" 
από τις εκδόσεις ΕΤ.ΝΕ.Μ της οποίας ιδρυτής είναι ο Θάνος Μικρούτσικος.

Το 1996 βγαίνει ο δίσκος "Στου αιώνα την παράγκα" με τα 8 από τα 14 τραγούδια σε στίχους του ποιητή, όπου ανάμεσά τους βρίσκονται διάφορα αριστουργήματα: 
"Σαν πλανόδιο τσίρκο", "Ρόζα", "Πάντα γελαστοί" (Ισαάκ, Σολωμού και Μαρίνου μαρτύρων), "Πατησίων και παραμυθιού γωνία", "Για μια Ντολόρες". 
Έπειτα κάνει διάφορες μικρές συμμετοχές σε δίσκους: "Αύριο" (1996), "13000 μέρες" (1998), "Ο Θάνος Μικρούτσικος τραγουδά Θάνο Μικρούτσικο" (1998) κ.ά. 
Το 1999 συνεργάζεται με το Μάριο Τόκα όπου δημιουργούν έναν πολύ πετυχημένο δίσκο, 
το "Εντελβάϊς", όπου ερμηνεύει ο Δημήτρης Μητροπάνος 
και που υπογράφει ο ποιητής όλους τους στίχους.

Έπειτα συμμετέχει χωρίς να κάνει ποτέ ολοκληρωτική δουλειά μέχρι το 2006 όπου βγαίνει ο δίσκος "Υπέροχα μονάχοι" με τα καινούργια του ποιήματα σε μελοποίηση του Θάνου Μικρούτσικου. 
Ένα χρόνο αργότερα, βγαίνει και ο δίσκος "Οι τροβαδούροι της καρδιάς μου" όπου όλοι οι στίχοι είναι δικοί του και που αποτελείται από πλήθος καλλιτεχνών.
 Η επόμενη ολοκληρωμένη δουλειά του είναι το 2009 με τον δίσκο “Ουράνια τόξα κυνηγώ” με μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Ο Άλκης Αλκαίος πέθανε την Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου του 2012 από μετάσταση στο συκώτι. 
Η κηδεία έγινε την επομένη με φίλους και συγγενείς να τον αποχαιρετούν με τα πιο θερμά λόγια. Ανάμεσα στον κόσμο που υπήρχε στην κηδεία επίσης βρίσκονταν οι: Θάνος Μικρούτσικος, Βασίλης Παπακωνσταντίνου καθώς και η οικογένεια του ποιητή. 

Η ποιητική τέχνη του Άλκη Αλκαίου χωρίζεται σε τρεις περιόδους: 
τον πολιτικοποιημένο στίχο, 
τον υπερρεαλιστικό 
και τέλος, τον δημοτικό.

Α' Περίοδος: Γρηγορείτε παιδιά...
Στις αρχές της καριέρας του ο Αλκαίος έδωσε με το τραγούδι "Φλεβάρης 1848" το ισχυρό διεθνιστικό του στίγμα, τις αριστερές του καταβολές και την επιρροή του από τα επικά οράματα ποιητών όπως ο Πάμπλο Νερούδα: 
Απόψε σμίξαν τις καρδιές μας σ’ έναν έστω
στιγμιαίο συντονισμό ίδιες ελπίδες
καθώς μας φώτιζαν το δρόμο οι σελίδες
απ' το κομμουνιστικό μας μανιφέστο.

Με τον δίσκο "Εμπάργκο", ο στιχουργός αποκτά αμέσως ταυτότητα ξεχωρίζοντας από τους υπόλοιπους σύγχρονούς του πολιτικοποιημένους στιχουργούς στο ότι γράφει και ως πολίτης του κόσμου, ως εκφραστής της παγκόσμιας ελευθερίας με ένα θεωρητικό μαρξιστικό υπόβαθρο (όπως στη «Γαμμαγραφία (Σαλβαντόρ ’80)» που περιγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο τον εμφύλιο πόλεμο του Ελ Σαλβαδόρ που μόλις είχε ξεσπάσει).

Όλα τα ποιήματα –και οι τίτλοι- του δίσκου, αποτελούν μέχρι σήμερα 
γρίφους για διαβασμένους λύτες, 
φανερώνοντας επιρροές άλλοτε από το ρωσικό φουτουρισμό και τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, 
(όπως το «Ταπεινό ρέκβιεμ για το μέλλον ή το άλλο πρόσωπο ενός αυτόνομου») 
άλλοτε από το ειρωνικό μπρεχτικό σύμπαν (όπως η προγενέστερη «Μπαλάντα ενός φιλήσυχου»,) άλλοτε από τον αιχμηρό λόγο του Βολφ Μπίρμαν,
 («Ωδή σ’ ένα δρομέα ημιαντοχής» 
Σε βρήκα έξω απ' την Ιεριχώ να κλαις στων σαλπισμάτων το σκοπό φωτόνια στην παλάμη να κρατάς πέντε δηνάρια το 'να να πουλάς. Και οι τυφλοί τα οράματα πώς κοίταζαν κατάματα παραμυθάκι μου ακριβό, να 'ξερες πόσο Σ' αγαπώ. Και καθώς δεν επέφτανε τα τείχη να φύγουμ' είπες κι όπου μας βγάλει η τύχη και πάει στη νύχτα ακέφαλη η πορεία μας φέγγει μια ετερόφωτη λυχνία. Τώρα ανακάλυψες μεμιάς σαράντα αιώνες μοναξιάς παραμυθάκι μου ακριβό, βαλκανικά σε χαιρετώ.)

και άλλοτε από το δικό του προφητικό χάρισμα, απόρροια του εγγενούς ποιητικού του ταλέντου: Ξερνάνε θάνατο τα ωραία φουγάρα
κι εγώ θρηνώ από τώρα τη γενιά μου... 

Στον ίδιο δίσκο, βεβαίως, τα αξεπέραστα «Ερωτικό», ή αλλιώς η «Πιρόγα» 
Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις τις ώρες που αγριεύει η βροχή στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου σου 'φερα απ' τους Δελφούς γλυκό νερό στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου και πριν προλάβω τρις να σ' αρνηθώ σκούριασε το κλειδί του παραδείσου Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη και την τρελή σου κυνηγάει σκιά πώς να ημερέψει ο νους μ' ένα σεντόνι πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά αγάπη που σε λέγαμ' Αντιγόνη Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει και σε ποιο γαλαξία να σε βρω εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι

και «Το κακόηθες μελάνωμα» (αφιερωμένο στον Νίκο Πουλαντζά) 
Σε παίρνει για ταξίδι μια σειρήνα και μια πικρία μας ματώνει ανείπωτη. Tη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα καχύποπτοι, ανύποποι και ύποπτοι. Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά, δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Τα ναύλα μου πώς ν' αγοράσω τώρα που απόμεινα στον άσσο. Στο μέτωπο τριγύρω στις ραβδώσεις μια μύγα παίζει ως κορασίδα άπορη. Οι φίλοι σ' επισκέπτονται με δόσεις παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι. Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά, δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Απόψε πρέπει να προφτάσω γιατί αύριο θε να σε χάσω. Ιωνικές κολώνες σε μαγκώνουν και σου χαρίζουν τιμωρία άδικη. Σ' αυτή την άσπρη πρέσσα δε γλιτώνουν διάδικοι, υπόδικοι, κατάδικοι. Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Τα ναύλα μου δε θα αγοράσω γιατί απόμεινα στον άσσο. Μέχρι να αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις το πρόσωπό τους αποστρέψανε άφωνοι οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι. Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά δίδυμα φτάνουν φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Κι εγώ απόψε θα σε χάσω και αύριο θα σε ξεχάσω.

γεμάτα αλληγορίες, ποιητικές εικόνες, πολλαπλές ερμηνείες. 
Με το δίσκο αυτό τελειώνει η Α' –πιο τραχιά και κρυπτική- περίοδος 
της στιχουργικής πορείας του Αλκαίου.

Β' Περίοδος: Πατησίων και Παραμυθιού γωνία...
Η Β' περίοδος ξεκινά με το κοσμοτραγουδισμένο «Πρωινό τσιγάρο» (αφιερωμένο στον Μάνο Λοΐζο) 
που μελοποιεί ο Νότης Μαυρουδής, το 1984 και ολοκληρώνεται το 1999, με το δίσκο «Εντελβάις». 

Μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια ο λόγος του Αλκαίου αποκτά μια στιχουργική τεχνική 
η οποία ακροβατεί ανάμεσα στο κυριολεκτικό και στο υπερρεαλιστικό. 
Ο στίχος του «Πατησίων και Παραμυθιού γωνία» 
Ξημερώνει στο γαλάζιο σου το στρώμα λιώμα ξύπνησα μα σ’ αγαπώ ακόμα στάξε εύθυμο φαρμάκι για το γλέντι με μισή μεζούρα τζιν και λίγο αψέντι Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία Πατησίων και Παραμυθιού γωνία Θέλω σήμερα παιχνίδι με το Χάρο στο καζίνο της καρδιάς σου να ρεστάρω να ενωθώ μ’ όλης της γης τα κατακάθια να γευτώ όλα τα ρόδα και τ’ αγκάθια Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία Πατησίων και Παραμυθιού γωνία Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία Πατησίων και Παραμυθιού γωνία σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

περιγράφει επακριβώς αυτό το πνεύμα. 
Έτσι, τόσο στο δίσκο «Η αγάπη είναι ζάλη» (1986) όσο και στη δεύτερη προσωπική του δουλειά «Όσο κρατάει ένας καφές» (1989), εκφράζει έναν πιο καθημερινό λόγο και κυρίως απευθύνεται πιο άμεσα στο άλλο πρόσωπο, στον μη εκπληρωμένο έρωτά του: 
Φεύγω και μη με περιμένεις
σου είπα ξαφνικά ένα βράδυ
πήρα το δάκρυ σου μαζί μου
και χάθηκα μες το σκοτάδι 

ή, 
Μες στη ζωή μου μπήκες σαν κομήτης
και ο έρωτας σου μάχη αιματηρή
Τα χείλη σου ήταν κόκκινο πανί
και η αγκαλιά σου αρένα της Μαδρίτης.

Αποκτά ο στίχος του μια ποιητική λαϊκότητα και αφαιρεί σκέψεις προσθέτοντας εικόνες. 
Στρέφει το φακό του περισσότερο στους ανθρώπους της πόλης 
Βικτώρια» (1989, «Χρόνια Πολλά», 1991) 
και τοποθετεί τους ήρωες της Ιστορίας ως ήρωες των τραγουδιών του 
Πόρτο Ρίκο», 1994, «Ρόζα», 1996) συνταιριάζοντας αρμονικά πρόσωπα και εποχές. 
Οι εννέα στίχοι του στο δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου, «Στου αιώνα την παράγκα», (1996) συμπυκνώνουν όλο το ποιητικό του «είναι». Ερωτικός χωρίς να λαϊκίζει,

Τα μάτια σου έκλεισες 
και μ’ άφησες απέξω, 

ουσιαστικός ατακαδόρος και όχι κατασκευαστής ψευδό- διανοουμενίστικων σλόγκαν,

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
Πώς η ιστορία γίνεται σιωπή, 

εξαιρετικός ισορροπιστής μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου οράματος,
 («Σαν πλανόδιο τσίρκο»
Σαν πλανόδιο τσίρκο τη ζωή μου τη σκόρπισα σε σταθμούς και πλατείες πού με πας δεν σε ρώτησα τώρα δίχως πυξίδα τα ταξίδια μου κάνω τη φωνή σου ακούω μα τι λες δεν σε πιάνω Ελλάδα Βέμπο μου και Μαίριλιν Μονρόε Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ ʼλλαν Πόε Ελλάδα μάγισσα, παρθένα και τροτέζα μου Ελλάδα Τούμπα, Αλκαζάρ και Καλογρέζα μου Μια φορά μου γεννούσες ένα πάθος παράφορο τώρα παίζεις παιχνίδι που μ' αφήνει αδιάφορο δεν κερδίζω δε χάνω σ' αγαπώ και σ' αρνιέμαι κι από ένα κλαράκι του γκρεμού σου κρατιέμαι

και αισθήματος, 
"Πάντα γελαστοί", 
Της νύχτας οι αμαρτωλοί και της αυγής οι μόνοι θέλουν βαρύ ζεϊμπέκικο και νευρικό τιμόνι σε τόπους τριγυρίζουνε σβησμένους απ’ το χάρτη για μια σταγόνα ουρανό για μιαν αγάπη σκάρτη Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί πάντα γελαστοί και γελασμένοι Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα Σαλονίκη μια πόλη χτίσαμε μαζί κι ακόμα ζω στο νοίκι έπεσα να σ’ ονειρευτώ σε ψάθα από φιλύρα κι είδα πως βγάζει η νύχτα φως και τ’ όστρακο πορφύρα Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί πάντα γελαστοί και γελασμένοι Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι πάντα γελαστοί, πάντα γελαστοί πάντα γελαστοί και γελασμένοι

με την δική του αφιέρωση: «Ισαάκ και Σολωμού και Μαρίνου Μαρτύρων» 
(με άλλα λόγια στους δολοφονηθέντες, το 1996, Κυπρίους Τάσο Ισαάκ και Σολωμό Σολωμού 
και στον αναρχικό Χριστόφορο Μαρίνο, ο οποίος «αυτοκτόνησε» (;) την ίδια χρονιά 
υπό περίεργες συνθήκες ενώ βρισκόταν εν πλω).

Γ' Περίοδος: Πουλί σε δέντρο αρχοντικό...
Με την πρώτη του συνεργασία με τον Σωκράτη Μάλαμα το 1998, στο δίσκο «13.000 μέρες», 
αρχίζει σιγά σιγά να μας αποκαλύπτει και μια ακόμα στιχουργική του έκφανση 
η οποία χαρακτηρίζει την Γ' περίοδο της πορείας του: 
αυτή του ποιητή που πατά πάνω στη δημοτική μας παράδοση. 
Επίσης, αρχίζει να ξεδιπλώνει εντονότερα τον ταξιδιωτικό στίχο όπως τον εξέφρασαν 
ο Νίκος Καββαδίας, ο Κώστας Ουράνης κ.ά.. 
Έτσι, στο δίσκο «Εντελβάις» είναι έξοχα αφηγηματικός, 
(το «Κιφ»,
Τα σύνορα που πέρασα δεν είχανε φρουρό μόνο λίγα γεράκια διψασμένα στα γόνατά μου αράξανε ζητώντας μου νερό και πώς να τα χορτάσω τα καημένα. Σε πολιτεία βρέθηκα που 'ψαχνα για καιρό στου ονείρου μου τον χάρτη τον κρυμμένο πάω να την ψηλαφίσω τρέχω να τη χαρώ κι αυτή με προσπερνάει με βλέμμα ξένο. Στην αγορά ζωήλατα και ξωτικά πουλιά και κράχτες που σωσίβια διαλαλούνε αγόρασα από ένα σε δυο γυμνά παιδιά κι εκείνα ζαρωμένα μ' απαντούνε: "Οι δοκιμές μας γέρασαν νωρίς στον κόσμο αυτό κι αν τόσο θες να κάνεις μια αβαρία δώσε μας λίγο πράσινο Κιφ Μαροκινό και θα στο ξεπληρώσει η Ιστορία". Στο πάρκο ένας μπατίρης μου ζάλιζε τ' αυτιά πως ήσουν τράπουλα σημαδεμένη στους τέσσερις ανέμους σκορπίσαν τα χαρτιά πού να σε ψάξω χώρα μου χαμένη. Στον ώμο το δισάκι μου σε σας ξαναγυρνώ φωτιά νερό αέρα μου και χώμα δε βγαίνουνε τα όνειρα σε πλειστηριασμό δεν παίχτηκε η παρτίδα μας ακόμα.

 παλαιότερο, βρίσκεται στην ποιητική του συλλογή που αναφέραμε), 
όπως πάντα προσωπικός/ συλλογικός ,
Οι φίλοι στα γρανάζια τους
τα φρένα και τα γκάζια τους
κι η Ελλάδα ν' αρμενίζει
με μιαν ελπίδα κόσκινο.

και αδιαλείπτως ποιητικά ανατρεπτικός,
Τα δεσμά σου θα λιμάρω
μ' ένα τριαντάφυλλο.

Στη Γ', λοιπόν, φάση της στιχουργικής του πορείας, η οποία βρίσκεται εν εξελίξει, 
ο Άλκης Αλκαίος φαίνεται σαν να προσπαθεί να αφαιρέσει κάθε προσωπικό ίχνος από τα τραγούδια του, να περιορίσει τις κοινωνικές του αιχμές και να αφεθεί στο δημοτικό μας λόγο δανειζόμενος πολλές φορές από αυτόν αυτούσιους στίχους και νοηματικά μοτίβα υποπίπτοντας όμως στο «παράπτωμα» της μη αναφοράς τους ως υποσημείωση στους δίσκους...π.χ.

Καλότυχα είναι τα βουνά 
ψυχή δεν έχουν να πονά 
καρδιά να αργοπεθαίνει

 γράφει ο ίδιος κατά το παραδοσιακό:

Καλότυχα είναι τα βουνά, 
καλότυχοι είναι οι κάμποι, 
που θάνατο δεν καρτερούν 
και χάρο δεν παντέχουν

ή το παλαιότερο: 
Της νύχτας οι αρματωλοί 
και της αυγής οι μόνοι

 κατά το παραδοσιακό κλέφτικο τραγούδι: 

Της νύχτας οι αρματολοί 
και της αυγής oι κλέφτες

Εκτός όμως από αυτά τα «δάνεια» και τις επιρροές αρκετοί δικοί του στίχοι, 
κατορθώνει να φαντάζουν, θα λέγαμε, ανώνυμου δημιουργού, 
σαν να είναι συνθετικό έργο ολόκληρων γενεών, δημιούργημα της λαϊκής μας σοφίας. 
Κι αυτό εξαιτίας των πολλών αφορισμών τους οποίους συνηθίζει να βάζει στις κατακλείδες των στροφών του, των διδακτικών παραινέσεων και του επιγραμματικού χαρακτήρα των δίστιχών του (που θυμίζουν μαντινάδες).

Ας δούμε μερικούς τέτοιους χαρακτηριστικούς στίχους: 

Όσο μακραίνω απ' το γκρεμό
Τόσο ο γκρεμός με θέλει

Ο χρόνος είναι του Θεού 
κι ο πόνος του ανθρώπου 

Στου Χάρου τις λαβωματιές βότανα δεν χωρούνε 

Ό,τι κερδίζω στ’ όνειρο το χάνω στη ζωή 

Όποιες λέξεις κι αν διαλέξεις τ’ όνειρο το καις 

Πουλιά είναι οι έρωτες και δέντρα οι καημοί 

Το χώμα ξεδιψά η βροχή 
και το Θεό η προσευχή 

Ο μοναχός μοιράζεται τη μοναξιά με τ’ άστρα 

Πίνω θάνατο κι αγάπη απ’ το ίδιο το ποτήρι 

Δώσε μου την αρμύρα σου και πάρε τη βροχή μου 

Αλλού ματώνει η ομορφιά κι αλλού το αίμα στάζει 

Στην έρημο του κόσμου
Με τις σκιές μαλώνω
Μη φέρνεις δώρα φως μου
Φέρε μαζί σου χρόνο 

Έτσι, οι συνεργασίες του με τον Σωκράτη Μάλαμα («Ο Φύλακας και ο Βασιλιάς», 2000, «Ένα», 2002, και «Πέρασμα», 2010)), τον Μίλτο Πασχαλίδη («Βυθισμένες άγκυρες», 2001, 
«Η μόνη μου πατρίδα είναι ο χρόνος» 2003), τον Δημήτρη Ψαρρά στο δίσκο «Μελίνα Κανά» (2001) τους τραγουδοποιούς-συνθέτες στο δίσκο «Οι τροβαδούροι της καρδιά μου» («2007) 
και τον Βασίλη Παπακωνταντίνου, «Ουράνια τόξα κυνηγώ» (2009) 
και την πολύ πρόσφατη συνεργασία του με τον Μπάμπη Στόκα, «Η Αυλή των Τρελών» (2012) συγκλίνουν στο μεγαλύτερό τους μέρος πάνω στο είδος αυτό του λόγου 
με τις πολύ δυνατές στιγμές του αλλά και τις ορισμένες αδυναμίες του 
(επανάληψη θεματικών και μοτίβων, κίνδυνος κοινοτοπίας και λεκτικού εντυπωσιασμού, κλισαρισμένες ομοιοκαταληξίες, περισσά καλολογικά στολίδια κ.ά. ).

Το δεύτερο χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της περιόδου, ο ταξιδιωτικός του λόγος, 
ξεδιπλώνεται περίτεχνα κυρίως στο δίσκο «Υπέροχα μονάχοι», (2006).
Μόνο οι τίτλοι των τραγουδιών είναι ενδεικτικοί:
«Αργώ», «Της θάλασσας τα μάγια», «Blues on the road», 
«Στης γοργόνας το φτερό» [φόρος τιμής στον Νίκο Καββαδία...),
Ώρες αργόσυρτες σαν φορτωμένα κάρα, απ’ τα ηχεία ψιχαλίζει μια κιθάρα. Φύτρωσαν κάκτοι και λωτοί στην κορδιλιέρα, κι εσύ κλειστός σε μια καμπίνα φεύγεις πέρα. Οι έρωτες σου καρυδότσουφλα στο κύμα, μα στον ασύρματο καιρό δεν πέφτει σύρμα. Ο τόπος σου σ’ ακολουθεί όπου κι αν πας, σ’ ένα παιχνίδι για χαμένους ξενυχτάς. Άστρο του Ωρίωνα, φεγγάρι του Τοξότη, είπαν μια άγνωστη φωτιά σ’ έχει δεσμώτη. Που δεν τη σβήνουν χίλια κολασμένα μπάρκα, μα στης γοργόνας το φτερό η αιώνια τσάρκα. Στον Ινδικό πλοία παλιά φουνταρισμένα, ιθαγενείς μασάνε φύλλα ξεραμένα. Και για μουσώνες σου μιλούν στο νότιο σέλας, ναύτες που πέρασαν τα σύνορα της τρέλας. Μια σούπα ο κόσμος και ο νους τρύπιο κουτάλι, κι εσύ στης θάλασσας για πάντα την αγκάλη. Δακρύζεις κήπους με παράξενα λουλούδια, για μάτια πρόστυχα κεντάς άγια τραγούδια. Κι εγώ που ξέχασα ποιος είμαι που πηγαίνω, λαθρεπιβάτης σ’ ένα πλοίο παροπλισμένο. Απόψε σ’ άκουσα να λες απ’ τα ηχεία, για να χαράξεις μες στο πουθενά πορεία, χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.

 «Σιντάρτα» κ.ά.

Μικρές Νοθείες
Επίλογος οι «Μικρές Νοθείες» του Οδυσσέα Ιωάννου, 
τραγούδι αφιερωμένο στον Άλκη Αλκαίο ως μια χαραμάδα βιογραφίας του:

Ποτέ του δεν κατάφερε να βγει σε μια λιακάδα 
και ζει με, ό,τι, περίσσεψε από ένα σκάρτο ποίημα
τα πρωινά σηκώνεται με μια βαριά ζαλάδα
και λέει πως τον ξύπνησε ένα μεγάλο κύμα 

Κρεμάει τις αφίσες του στα παράθυρά του 
κρύβει το φως μα κρύβει κι όλα τ'άλλα
γιατί το μόνο που λαχτάρησε ως λάφυρά του 
είναι μια θάλασσα να φτάνει ως τη σκάλα

Βάζει σημάδια με στυλό πάνω στον τοίχο του
μετράει το ύψος του που πόντο πόντο χάνει
μα κάθε βράδυ όταν βγαίνει απ'τον ύπνο του
στέκεται όρθιος και τρυπάει το ταβάνι

Είναι που ονειρεύεται πως φεύγει για ταξίδια
πως μπαίνει μέσα σε παλιές φωτογραφίες
ξέρει αν μπορούσε θα ‘κανε μία απ'τα ίδια
αλλά τι νόημα έχει το όνειρο χωρίς μικρές νοθείες.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων των γνώρισαν, συνεργάστηκαν και έκαναν παρέα μαζί του, 
ο Άλκης Αλκαίος ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικά γλυκός, γενναιόδωρος αλλά και πολύ δυνατός. «Ηταν λεβέντης. 
Δεν σε άφηνε καν να αντιληφθείς το πρόβλημά του, 
ούτε του άρεσε να συζητά για όσα είχε ζήσει στο παρελθόν. 
Πάντα μιλούσε για το μέλλον. 
Μπορεί να ήταν κλεισμένος σ' ένα δωμάτιο, αλλά το δωμάτιο αυτό είχε παράθυρα σ' όλον τον κόσμο», μας λέει ο Μίλτος Πασχαλίδης, ένας από τους τραγουδοποιούς της νεότερης γενιάς που συνεργάστηκε στενά με τον Αλκαίου. 
«Είχε εμμονή με τις λέξεις, δούλευε πολύ το κείμενό του και απαιτούσε από τον συνθέτη να μην αλλάζει ούτε ένα κόμμα. Προτιμούσε να αλλάξει τον τίτλο ενός τραγουδιού, παρά να αντικαταστήσει μια απλή για τους άλλους λέξη, η οποία όμως για τον ίδιο είχε καθοριστική σημασία...», συμπληρώνει. 
Και πάντα αποδεικνυόταν εκ των υστέρων πως ο στιχουργός είχε δίκιο, αφού, για ακόμη μία φορά, το τραγούδι σημείωνε μεγάλη επιτυχία.

Ο Άλκης Αλκαίος ήταν ο άνθρωπος που εισήγαγε τις «δύσκολες» λέξεις στο λαϊκό τραγούδι, 
που «μίλησε» μέσα από τη σύνθετη ποιητική του γλώσσα στην ψυχή κάθε Ελληνα, 
που έγραψε τραγούδια για πολλούς και διαφορετικούς ερμηνευτές από τη Χάρις Αλεξίου 
και τον Δημήτρη Μητροπάνο μέχρι τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τον Σωκράτη Μάλαμα...

Κι αν ο περισσότερος κόσμος που έχει λατρέψει τα τραγούδια του δεν είδε ποτέ το πρόσωπό του 
και δεν διάβασε ποτέ καμιά συνέντευξή του, είναι γιατί ο ίδιος το είχε επιλέξει, 
καθώς πίστευε πως ό,τι έχει να προσφέρει στον κόσμο το προσφέρει μέσα από την ποιητική του έμπνευση. 
“Ήταν ένας σπουδαίος ποιητής που παρίστανε τον στιχουργό” 
έλεγε ο Θάνος Μικρούτσικος για τον Άλκη Αλκαίο.

Αποτραβηγμένος από τα φώτα της δημοσιότητας και των ΜΜΕ, 
έχοντας μία ραδιοφωνική, μία τηλεοπτική συνέντευξη και κάποιες δημοσιοποιημένες φωτογραφίες, τα μόνα που ξέρουμε γι' αυτόν, και τα μόνα που ήθελε να μάθουμε γι΄αυτόν, είναι τα συναισθήματά του που περνούν από τα ποιήματά του στο μυαλό μας.

Πάρε τη ζωή στα δυο σου χέρια
τις γροθιές σου χτύπα στα μαχαίρια
θα 'φευγαν τα σύννεφα φαντάσου
αν κουνούσες λίγο τα φτερά σου. 

Πουλί σε δέντρο αρχοντικό παλιό τραγούδι λέει
αυτός που όλα τα 'χασε ματώνει μα δεν κλαίει
αν δε φυσήξει ο άνεμος το φύλλο δε σαλεύει
αν δε θυμώσει η θάλασσα το κύμα δε χορεύει. 

πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/



Σχόλια