" Τα σταφύλια της οργής ", Τζων Στάινμπεκ, μετάφραση Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις "Βιβλιοθήκη για όλους".

"- …μα η Καλιφόρνια είναι μεγάλη πολιτεία.
- Όχι και τόσο. Ούτε ολάκερες οι Ενωμένες Πολιτείες είναι όσο το φαντάζεσαι μεγάλες. Δεν είναι αρκετά μεγάλες. Δεν έχει αρκετή θέση για σένα και για μένα, για ανθρώπους σαν κι εμένα, για πλούσιους και φτωχούς που να μπορούν να ζήσουνε μαζί μέσα στη χώρα, για κλέφτες και τίμιους. Για πεινασμένους και για κοιλαράδες. Γιατί δε γυρίζεις πίσω από κει που ’ρθες;
- Ζω σε μια χώρα λεύτερη. Μπορώ να πάω όπου θέλω.
- Εσύ το φαντάζεσαι! Δεν άκουσες για κάποια περίπολο στα σύνορα της Καλιφόρνιας. Αστυνομικοί σταλμένοι απ’ το Λος Άντζελες – σταμάτησαν ένα σωρό μπάσταρδους απ’ τους δικούς σας και τους γυρίσανε τα πίσω – μπρος. Σου λέει, έχεις άδεια να οδηγάς; Για να τη δούμε. Την ξεσκίζει. Σου λέει, δεν μπορείς να μπεις στην πολιτεία δίχως να ’χεις άδεια να οδηγάς.
- Είναι μια χώρα λεύτερη.
- Ε, για δοκίμασε να κάνεις χρήση της λευτεριάς σου. Είσαι λεύτερος, σου λέει ο άλλος, μόνο σαν σου βαστά η τσέπη σου να πλερώσεις τη λευτεριά σου.
- Στην Καλιφόρνια έχει μεγάλα μεροκάματα. Έχω στα χέρια μου ένα χαρτί που το λέει καθαρά.
- Κοροϊδία. Είδα κάμποσους που γύριζαν από κει. Κάποιος σας γέλασε…"
"…Έφτασαν τότε στη Δυτική χώρα και όλοι αυτοί που στερήθηκαν τη γης τους: από το Κάνσας, από την Οκλαχόμα, το Τέξας, το Νέο Μεξικό, απ’ το Αρκάνσας, από τη Νεβάδα, οικογένειες, φυλές, διωγμένες απ’ τη σκόνη κι από τα τρακτέρια. 
Φορτωμένοι σε αυτοκίνητα, ολάκερα καραβάνια, πειναλέοι και άστεγοι, είκοσι χιλιάδες, πενήντα χιλιάδες, εκατό, διακόσιες χιλιάδες. 
Κουβαλιόνταν περνώντας τα βουνά, πειναλέοι και ανήσυχοι – ανήσυχοι σαν τα μερμήγκια, βιαστικοί να βρουν κάποια δουλειά – να σηκώσουν, να σπρώξουν, να σύρουν, να μαζώξουν ό,τι κι αν είναι, όσο βαριά δουλειά κι αν είναι, φτάνει να φάνε. 
Τα παιδιά πεινούν. 
Δεν έχουμε πού να σταθούμε.
Ίδια μερμήγκια που τρέχουν για δουλειά, για τροφή, και πάνω απ’ όλα για ένα κομμάτι γης."
" Δεν είμαστε ξένοι.
 Αμερικανοί εφτά γενιές πίσω, εξόν που καταγόμαστε από Ιρλαντέζους, από Σκωτσέζους, Άγγλους, Γερμανούς. 
Ένας απ’ τους προπάππους μου πήρε μέρος στην Επανάσταση, ένα σωρό άλλοι στον Εμφύλιο – κι από τη μια παράταξη κι από την άλλη. Βέροι Αμερικάνοι."
"Πεινούσαν και ήταν έξαλλοι. 
Και είχαν ελπίσει πως θα βρουν μια σκεπή, και βρήκαν μόνο έχθρητα. 
Όκιοι – οι χτηματίες τους μισούσαν, ξέροντας πως οι ίδιοι είναι αδύναμοι και πως οι Όκιοι είναι δυνατοί, πως αυτοί είναι χορτάτοι και οι Όκιοι πεινασμένοι, μπορεί κιόλα να ’χουν ακούσει απ’ τους παπούδες τους πόσο εύκολο είναι ν’ αρπάξεις της γης από έναν άνθρωπο μαλθακό, αν είσαι εξαγριωμένος απ’ την πείνα κι αρματωμένος. 
Οι χτηματίες τους μισούσαν. 
Τους μισούσαν και στις πόλεις, οι μαγαζάτορες τους μισούσαν γιατί δεν είχανε λεφτά για ξόδεμα. 
Φτάνει αυτό για να σε καταφρονήσει ένας μαγαζάτορας, όλος ο θαυμασμός του πάει ακριβώς στο αντίθετο. 
Στις πόλεις τους μισούσαν οι μικροτραπεζίτες, γιατί δεν είχαν καμιά περιουσία. 
Και η εργατιά μισούσε του Όκιους, γιατί ένας πεινασμένος άνθρωπος πρέπει να δουλέψει, αφού έχει ανάγκη να δουλέψει, αυτόματα ο εργοδότης θα του δώσει μικρότερο μεροκάματο· κι έτσι κανένας δε θα μπορέσει να πλερωθεί περισσότερο."
" Και οι άνθρωποι που στερήθηκαν τη γης τους, οι πρόσφυγοι, κουβαλιόνταν στην Καλιφόρνια, διακόσιες πενήντα χιλιάδες, τρακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. 
Και πίσω τους κι άλλα τρακτέρια πέσανε πάνω στα χωράφια και διώχναν τους νοικάρηδες. Καινούργια κύματα ξεκίνησαν, κύματα άστεγοι άνθρωποι που στερήθηκαν τη γης τους, ανίλεοι, αποφασισμένοι και επικίνδυνοι…"

"…Η Δυτική χώρα πανικοβλήθηκε όταν πλήθυναν οι μετανάστες πάνω στις δημοσιές. 
Όσο είχαν περιουσία, φοβήθηκαν για την περιουσία τους. 
Άνθρωποι που δεν ήξεραν από πείνα, την έβλεπαν τώρα μέσα στα μάτια των πεινασμένων. Άνθρωποι που δεν είχαν τίποτα να επιθυμήσουν εντατικά, έβλεπαν τώρα τη φλόγα της επιθυμίας μέσα στα μάτια του μετανάστη. 
Οι άνθρωποι που ζούσαν στις πόλεις και στα όμορφα περίχωρα μαζεύτηκαν για ν’ αμυνθούν και όπως κάνει πάντα ο άνθρωπος πριν αρχίσει ένα πόλεμο, έπειθαν τον εαυτό τους πως αυτοί είναι καλοί και πως ο εισβολέας είναι κακός. 
Είπαν: Αυτοί οι αναθεματισμένοι Όκιοι είναι βρόμικοι κι αμόρφωτοι. Έκφυλοι, δοσμένοι στην ακολασία. Αυτοί οι αναθεματισμένοι Όκιοι είναι κλέφτες. Θα κλέψουν ό,τι λάχει. Δεν έχουν καμιάν αντίηψη για τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας."
" Το τελευταίο αυτό ήταν αλήθεια, γιατί πώς μπορεί ένας άνθρωπος δίχως καμιά περιουσία να ξέρει τον καημό της ιδιοχτησίας; 
Και οι άνθρωποι που αμύνονταν είπαν: μας κουβαλούν επιδημίες, είναι μολυσμένοι. 
Δεν παραδεχόμαστε τα παιδιά τους στα σχολεία μας. 
Είναι ξένοι. 
Θα σ’ άρεσε να πάει η αδερφή σου μ’ έναν από δαύτους; "
" Οι ντόπιοι στηρίχτηκαν σε μια πειθαρχία απονιάς. 
Έφτιαξαν ομάδες, ουλαμούς και τους όπλισαν – τους όπλισαν με ρόπαλα, με ασφυξιογόνα, με ντουφέκια. 
Ο τόπος είναι δική μας ιδιοχτησία. 
Δεν μπορούμε ν’ αφήσουνε τους Όκιους να κάνουν ό,τι θέλουν. 
Αυτοί που ήταν οπλισμένοι δεν είχαν δικά τους χτήματα, μα φανταζόντανε πως είχαν. 
Και οι υπάλληλοι που περιπολούσαν τη νύχτα δεν είχαν τίποτα δικό τους, 
και οι μαγαζάτορες ήταν γεμάτοι χρέη. 
Μα και το χρέος είναι κάτι, ακόμα και μια θεσούλα είναι κάτι. 
Ο υπάλληλος έκανε τη σκέψη: κερδίζω δεκαπέντε τάλαρα τη βδομάδα. 
Κι ένας αναθεματισμένος Όκιος δεχόταν να δουλέψει μόνο με δώδεκα; 
Και ο μικρομαγαζάτορας έκανε τη σκέψη: πώς θα μπορέσω να συναγωνιστώ έναν άνθρωπο που δεν έχει χρέη; "
" Και οι μετανάστες, κουβαλιόντανε πάνω στις δημοσιές, και η πείνα γυάλιζε μες στα μάτια τους, και η επιθυμία γυάλιζε μες στα μάτια τους. 
Δε ρητόρευαν, δεν είχαν σύστημα, βάραιναν μόνο με το πλήθος και με τις ανάγκες τους. 
Αν τύχαινε να βρεθεί καμιά δουλειά για έναν άνθρωπο, μάλωναν δέκα άνθρωποι ποιος να την πρωτοπάρει – μάλωναν ποιος να δεχτεί μικρότερο μεροκάματο: αν αυτός δουλεύει για τριάντα σέντσια, εγώ θα δουλέψω για είκοσι πέντε.
Αν αυτός δέχεται με είκοσι πέντε, εγώ την κάνω με είκοσι.
Όχι, εμένα, πεινώ. Θα δουλέψω για δεκαπέντε σέντσια. Τα παιδιά μου. Να τα ’βλεπες πώς είναι. Οι κοιλιές τους πρησμένες, ίδια καζανάκια δεν μπορούνε να σταθούν στα πόδια τους. Δώσ’ τους κανένα πεφτόφρουτο. Εμένα. Θα δουλέψω για ένα κομμάτι κρέας.
Ήταν καλή δουλειά, γιατί τα μεροκάματα έπεφταν και οι τιμές απόμεναν ψηλές. 
Οι μεγαλοχτηματίες ήταν χαρούμενοι κι έστελναν κι άλλες προκηρύξεις για να ’ρθουν κι άλλοι άνθρωποι. Και τα μεροκάματα έπεφταν και οι τιμές απόμεναν ψηλές. Δε θ’ αργήσουμε να ’χουμε πάλι δουλοπάροικους…"

" Οι άνθρωποι ζητάνε να ζήσουν μια ζωή πρεπούμενη και να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Και σαν γεράσουν πια, να κάθονται στην πόρτα τους και ν’ αγναντεύουν το ηλιοβασίλεμα. Και όσο είναι νέοι, να χορεύουν, να τραγουδούν και να πλαγιάζουν μαζί. 
Θέλουν να τρώνε, να μεθούν και να δουλεύουν." 

"Το πρόσεξα όπου κι αν σταθήκαμε. 
Πεινάνε οι άνθρωποι για κρέας και λαρδί, και όταν το βρούνε δεν τους θρέφει. 
Κι όταν δεν άντεχαν άλλο την πείνα ζητούσαν προσευχές… 
Μα δε φελάνε πια οι προσευχές. 
Οι προσευχές δεν προμηθέψανε ποτέ λαρδί και κρέας. 
Για το κρέας και το λαρδί χρειάζονται γουρούνια." 

" Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. 
Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. 
Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή."

" Ένα τέτοιο έγκλημα ξεπερνά κάθε δημόσια καταγγελία. 
Μια τέτοια πίκρα είναι ανίκανα τα δάκρυα να τη συμβολίσουν.
Όλες μας οι επιτυχίες καταρρέουν μπροστά σ’ αυτή μας την αποτυχία. 
Εύφορη γη, ολόισιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. 
Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά πρέπει να πεθάνουν, γιατί δεν βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. 
Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά -πέθανε από υποσιτισμό- γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι."

" Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. 
Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. 
Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. 
Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο. Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. 
" Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς 

και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν."

" Στην ερημιά για νά βρει την ψυχή του πήγε, μα εκεί ανακάλυψε 
πως δεν έχει δική του ψυχή. 
Λέει πως έχει ένα κομματάκι από μια μεγάλη, από μια θεόρατη ψυχή. 
Λέει πως δε φελλά η ερημιά, γιατί το κομματάκι αυτό, η ψυχή του, είναι τίποτα, 
εξόν αν βρίσκεται μαζί με την υπόλοιπη και νά’ ναι μια ολάκερη ψυχή."


«Οι άνθρωποι ζητάνε να ζήσουν μια ζωή πρεπούμενη και να αναθρέψουν τα παιδιά τους. Και σαν γεράσουν πια, να κάθονται στην πόρτα τους και ν’ αγναντεύουν το ηλιοβασίλεμα. Και όσο είναι νέοι, να χορεύουν, να τραγουδούν και να πλαγιάζουν μαζί. Θέλουν να τρώνε, να μεθούν και να δουλεύουν.» «Το πρόσεξα όπου κι αν σταθήκαμε. Πεινάνε οι άνθρωποι για κρέας και λαρδί, και όταν το βρούνε δεν τους θρέφει. Κι όταν δεν άντεχαν άλλο την πείνα ζητούσαν προσευχές… Μα δε φελάνε πια οι προσευχές. Οι προσευχές δεν προμηθέψανε ποτέ λαρδί και κρέας. Για το κρέας και το λαρδί χρειάζονται γουρούνια.» «Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο. Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν». «Και οι εταιρείες, οι τράπεζες εργάζονταν για την δική τους καταδίκη και δεν το ήξεραν. Τα χωράφια ήταν γεμάτα φρούτα, και άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα κινούνταν στους δρόμους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν γνώριζαν ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της πείνας και της οργής είναι μια λεπτή γραμμή.» «Ένα τέτοιο έγκλημα ξεπερνά κάθε δημόσια καταγγελία. Μια τέτοια πίκρα είναι ανίκανα τα δάκρυα να τη συμβολίσουν. Όλες μας οι επιτυχίες καταρρέουν μπροστά σ’ αυτή μας την αποτυχία. Εύφορη γη, ολόισιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά πρέπει να πεθάνουν, γιατί δεν βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά -πέθανε από υποσιτισμό- γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι.» «Στην ερημιά για νάβρει την ψυχή του πήγε, μα εκεί ανακάλυψε πως δεν έχει δική του ψυχή. Λέει πως έχει ένα κομματάκι από μια μεγάλη, από μια θεόρατη ψυχή. Λέει πως δε φελλά η ερημιά, γιατί το κομματάκι αυτό, η ψυχή του, είναι τίποτα, εξόν αν βρίσκεται μαζί με την υπόλοιπη και νά’ ναι μια ολάκερη ψυχή.» Απόσπασμα [Πηγή: www.doctv.gr]






Σχόλια