" Για μια νύχτα έρωτα ", Εμίλ Ζολά, μετάφραση Γιώργος Σημηριώτης, εκδόσεις Κοροντζής.

" Ήξερε μονάχα κάτι παλιούς σκοπούς αργούς κι απλούς, 
κάτι ρομάντσες του περασμένου αιώνα, 
που έφερναν μια ατέλειωτη τρυφερότητα όταν τις μουρμούριζε με την αδεξιότητα μαθητή κατασυγκινημένος. Στις θερινές βραδιές, όταν η συνοικία κοιμόταν και το ανάλαφρο αυτό τραγούδι έβγαινε από το μεγάλο δωμάτιο το φωτισμένο μ' ένα σπερματσέτο, 
θα ΄λεγε κανείς πως άκουγε μια ερωτική φωνούλα, 
τρεμάμενη και σιγανή, 
που εμπιστευόταν στη μοναξιά και στη νύχτα, 
ότι δε θα μπορούσε ποτέ να το πει τη μέρα... 
Άλλωστε του άρεσε το σκοτάδι. 
Τότε καθόταν μπροστά σ' ένα παράθυρο, 
αντίκρυ στον ουρανό, κι έπαιζε στα σκοτεινά. 
Οι διαβάτες σήκωναν το κεφάλι 
κι αναρωτιόντουσαν από που τάχα ερχόταν 
αυτή η τόσο αδύναμη κι όμορφη μουσική 
που έμοιαζε σαν κελάηδισμα απόμακρου αηδονιού... 

" Ο παράδεισος του Ζουλιέν, το μέρος όπου ανέπνεε ελεύθερα, ήταν το δωμάτιό του, 
εκεί μόνο καταλάβαινε πως έβρισκε προστασία 
και δεν ήταν εκτεθειμένος στα πειράγματα του κόσμου. "

" Ζωγράφιζε λίγο, πάντα το ίδιο κεφάλι, 
μια γυναίκα σε προφίλ, με ύφος αυστηρό, 
πλατιές κορδέλες στα μαλλιά 
και μαργαριταρένιες δαντέλες στο λαιμό. 
Αλλά το πάθος του ήταν η μουσική. 
Βραδιές ολόκληρες, έπαιζε φλάουτο. 
Αυτό ήταν απ’ όλα η μεγάλη του διασκέδαση."

" Αυτή η δεσποινίς, η τόσο σοβαρή κι αριστοκρατική 
που ζούσε κοντά του, τον απέλπιζε. 
Δεν τον κοίταζε ποτέ, αγνοούσε την ύπαρξή του. 
Υπέφερε τρομερά για την περιφρόνηση αυτής της κόρης. Γιατί δεν τον κοίταζε ποτέ; 
Έβγαινε στο παράθυρο, 
κοίταζε με τη μαύρη της ματιά 
τον ερημικό πλακόστρωτο δρόμο 
κι έφευγε χωρίς να μαντεύσει την αγωνία του νέου 
που βρισκόταν αντίκρυ της, στην άλλη μεριά της πλατείας. "

Κρυμμένος πίσω από μια κουρτίνα, 
ένιωθε να τον πλημμυρίζει ο τρόμος που του ενέπνεε, 
ένας τρόμος που λες και τον αρρώσταινε. 
Τα γόνατά του τα αισθανόταν τσακισμένα 
σα να ‘χε ώρες περπατήσει. 
Κάποτε ονειρευόταν πως τον κοίταζε άξαφνα, 
πως του χαμογελούσε και τότε δεν φοβόταν πια.

" Έπειτα τον έπιανε λύσσα. 
Στεκόταν βδομάδες στο παράθυρο 
και την κοίταζε με τις ματιές του. 
Δυο φορές μάλιστα της έστειλε κάτι φλογερά φιλιά 
με τη βιαιότητα εκείνη των δειλών ανθρώπων, 
όταν το θράσος τους κάνει σαν τρελούς. "

" Να κοιμηθείς, να κοιμηθείς για πάντα! 
Πόσο θα ‘ταν αυτό καλό, 
όταν δεν έχει πια κανείς τίποτα μέσα του 
που ν’ αξίζει να μένει ξύπνιος! "

Πολύ γρήγορη ανάγνωση 100 σελίδων, 
αποτελούμενη από τρεις διηγήσεις 
που βασίζονται στο θέμα του τίτλου. 
Ο Julien ερωτευέται το νεαρό κορίτσι στην πλατεία, 
αλλά εκείνη τον βλέπει σαν έναν μεγάλο, απλό, 
άσχημο άνθρωπο, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί 
ότι θα μπορούσε να την εξυπηρετήσει. 
Ο Ναντάς βρίσκεται σε απελπιστική στάση, 
πενιχρός και πεινασμένος, 
έτοιμος να σταματήσει όλα, 
τότε ο υπηρέτης από το σπίτι του ιδιοκτήτη του κάτι..
Η νεαρή Βαρώνη ακούει το κήρυγμα του νεαρού ιερέα, 
αλλά ενδιαφέρεται περισσότερο 
για εκλεκτά τρόφιμα και κρασιά.





Σχόλια