" Η μοναξιά είναι από χώμα ", Μάρω Βαμβουνάκη, Εκδόσεις Ψυχογιός

" Υπήρξε κάποτε ένας άνθρωπος που στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και δεν υπήρχε το είδωλό του.
Επιθυμώ ν’ αποκτήσω τόση επίγνωση μια μέρα κι εγώ που να στέκομαι όρθιος μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη μου και να μη βλέπω τίποτα. Να έχω απορροφήσει τις αντανακλάσεις μου όλες.
Έξω απ’ το παράθυρό μου είναι ένα αποξεραμένο από τον χειμώνα χωράφι, μετά η αμμουδιά σαν στάχτη κι ύστερα η θάλασσα. Από τους κρύους ανέμους τα χόρτα γέρνουν σαν χάρτινα και τα κλαδιά τεντώνονται κοκαλωμένα.
Χάρτινος νιώθω τώρα κι εγώ μακριά σου, καλή μου, χάρτινος και κοιτώ απ’ το παράθυρο το χωράφι, την αμμουδιά και τη  θάλασσα.
Η θάλασσα είναι σαν ζητούμενο.
Η θάλασσα που μου αντιστέκεται φυλάει το κλειδί μου στον βυθό αυτού που πάντα ρέει. Όλα τα περπατώ πάνω κάτω, τ’ αγγίζω, τα κλοτσώ. Όμως η θάλασσα μου αντιστέκεται με ατέρμονες μεταμορφώσεις. Την κοιτάζω πίσω απ’ το παγωμένο τζάμι της κουζίνας και όλο φεύγει.
Εγώ μένω.
Την κοιτάζω επί ώρες και νοσταλγώ το παρελθόν μου. Εκείνο που κάποτε, μέσα μου, υπήρξε θάλασσα, φυλακισμένο τώρα σε τούτο το χάρτινο κορμί, γοητεύεται και πονά που αποκόπηκε απ’ την πηγή του.
Πόσα και πόσα αποκομμένα απ’ τις πηγές τους μέσα μου πονούν και σέρνονται κι αναστενάζουν εξόριστα… Και πιο πολύ απ’ όλα τούτη η ρίζα σου ξεριζωμένη και πληγιασμένη, μαύρη σαν λουλούδι θανάτου, στάζει αθεράπευτα αίμα και σπέρμα.
Έφυγα απ’ την Αθήνα για ν’ αποφύγω το σώμα σου. Το σώμα σου, που όταν άρχισα να σε γνωρίζω υπολόγιζα για λύτρωση, γινόταν αργά αργά η έσχατη αιχμαλωσία. Το σώμα σου άπλωνε παντού σαν άρρωστος βάλτος με αναθυμιάσεις που ζαλίζουν, που ναρκώνουν, που αποτελειώνουν.
Όλο και γινόσουν για μένα η μαύρη κηλίδα του Τίποτα όπως σ’ εκείνο το γερμανικό παραμύθι που επί μήνες διάβαζες. Απλωνόταν παντού κι όποιος πλησίαζε έχανε τα κομμάτια του, χέρι ή πόδι, χωρίς να το καταλαβαίνει. Χωρίς να το καταλαβαίνω χανόμουνα μέσα σου κι έχανα κομμάτια απ’ τη συνείδησή μου, απ’ όσα πριν μαζεμένα με κάνανε να λέω «Είμαι εγώ». Κι όχι μονάχα χωρίς να το καταλαβαίνω αλλά στο βάθος κάτι δικό μου λαχταρούσε τρελά αυτόν τον χαμό.
Κάποιες στιγμές τιναζόμουνα αλαφιασμένος έξω απ’ τη μεθυστική σου ύπνωση, συνειδητοποιούσα αυτόν τον χαμό κι αυτή τη λαχτάρα και τρόμαζα.
«Είναι ο θάνατος», έλεγα, «και πρέπει να γλιτώσω».
Αυτό είναι ο θάνατος: να εξαφανίζεσαι άβουλα, να μη βρίσκεται τι να περισώσεις, να ξεχνάς.
Κι ύστερα οι πόθοι μου άρχιζαν τα φιλοσοφικά δήθεν παζαρέματα με τη λογική μου, για το ποιος ξέρει στο κάτω κάτω τι είναι θάνατος και τι ζωή αληθινή, κι αναθυμόμουνα το ευαγγελικό που όποιος θέλει την ψυχή του πρέπει πρώτα να τη χάσει, με ελευθέριες ερμηνείες κι άλλα τέτοια και σοφιστείες και τσαρλατανισμούς και ταχυδακτυλουργίες. Και πάλι πού και πού συνερχόμουνα κι ήξερα πως μόνο λήθη δεν είναι η αλήθεια και πως ο δικός σου ο λήθαργος είναι βέβαιος θάνατος.
Ακόμα κι η στεριά μού θυμίζει το σώμα σου.
Μπήκα στο καράβι, πέρασα θάλασσα έτσι που λένε πως λύνονται και τα μάγια κι ήρθα σε τούτο το βορινό κρύο νησί, το γεμάτο πέτρες κι ανέμους, να γιατροπορευτώ με άλλοθι στις αντοχές μου πως πρέπει πια ν’ απομονωθώ και να το γράψω αυτό το αστυνομικό μυθιστόρημα που χρωστώ στον εκδότη μου.
Το σώμα σου που υπολόγιζα για σωτηρία με καταδυναστεύει…
Όμως τ’ αντίθετα, καλή μου, φαίνεται πως κατέχουν τη δαιμονική τέχνη να προσποιούνται το ένα τ’ άλλο. Πώς να τα διακρίνεις! Το έξυπνο παριστάνει το ηλίθιο, η αρρώστια την υγεία, ο εγωισμός την ταπείνωση, η φτώχεια την πολυτέλεια κι ο διάβολος λένε πως κατοικοεδρεύει στις εκκλησίες.
Το σπίτι τούτο που βρήκα στην ερημιά είναι καλοσυνάτο και ταπεινό όπως και τα υλικά που το έχουν χτίσει: πέτρες, τούβλα, ξύλα. Έχει μιαν απλότητα σοφή που σου φέρνει δάκρυα. Τίποτα δεν του λείπει και τίποτα δεν του περισσεύει. Έχει τοίχους, πατώματα σανιδένια, ταβάνι με κεραμίδια, παράθυρα με παντζούρια, πόρτα!
Απλουστεύομαι κι εγώ εδώ μέσα κι ονειρεύομαι ν’ αξιωθώ κάποτε την πληρότητα του τίποτα να μη μου λείπει και τίποτα να μη μου περισσεύει. Τις νύχτες τρίζουν τα πατώματα.
Ξαπλωμένος στο στρώμα ακούω ήχους παράξενους, πότε πιο κοντά μου και πότε πιο μακριά μου. Μπορεί να είναι ποντίκια απ’ το υπόγειο, οι διαστολές κι οι συστολές στις σανίδες, το σαράκι. Μπορεί και να περπατούν εκείνα τα αόρατα που πυκνώνουν τον αέρα γύρω μας, μας κοιτούν χωρίς να τα κοιτούμε και καμιά φορά πιάνουν και κινούν τις κλωστές μας και παρεμβαίνουν αιφνίδια σ’ αυτές τις άθλιες παραστάσεις ζωής που δίνουμε.
Κάποια νύχτα, ξαφνικά, έπεσε ένα ποτήρι απ’ τον μπουφέ κι έσπασε κάτω. Μέσα στο σκοτάδι έσκασε ο ήχος του ποτηριού που σπάει κι εγώ τον άκουγα ώρα πολλή. Ο ήχος του γυαλιού που σπάει είναι σαν ήχος άλλου κόσμου, σαν μικρή έκρηξη υπογείων ανέμων, σαν ρωγμή χρόνου.
Πάντως, το βιβλίο που έχω αναλάβει να κάτσω και να γράψω επιτέλους είναι ένα βιβλίο περίπου αστυνομικό. Θετικό και στιλπνό σαν μαθηματική εξίσωση, αντίδοτο στις παράλογες μαγγανείες του νου μου τελευταία. Πρέπει να βυθιστώ σε συλλογισμούς, σε στρωτούς συνδυασμούς, σε χειροπιαστές αποδείξεις, φωσφορίζουσες ενδείξεις, σ’ επιστημονικά δεδομένα και στον ορθολογισμό.
Η λογική, παιδί μου, είναι ευλογία, η λογική είναι φιλάνθρωπη, η λογική είναι αλφάδι στο παραπάτημα, πυξίδα στην ομίχλη, φάρμακο στην παράκρουση, στην παραζάλη, στο παραλήρημα και σ’ όλα τα παρά που μας δαι­μονίζουν και που μας παρασέρνουν.
Η λογική είναι οδηγός και φύλακας, σύμβουλος πιστός και ναυαγοσώστης!
Η λογική δε σε κάνει ευτυχισμένο ούτε δυστυχισμένο σε κάνει.
Δεν γράφω ακόμα το αστυνομικό μυθιστόρημα.
Κάθομαι και γράφω πάλι σ’ εσένα.
Από φιληδονία σού γράφω.
Οι αισθήσεις μας είναι πανίσχυρες και απέραντες. Γλιστρούν παντού σ’ όλες τις γωνίες μας σαν οικουμενι­κός νόμος, διαβρώνουν και το απειροελάχιστο. Σου γράφω λοιπόν από φιληδονία, από λαγνεία.
Όχι για να σου ανακοινώσω τα νέα μου όσο για να πιάσω το χαρτί που θα πιάσεις, για να συρθεί η ματιά μου στις ίδιες γραμμές που θα συρθεί η δικιά σου. Το χαρτί είναι το σώμα σου, η μοναδική σου προέκταση που φτάνει σ’ εμένα, κι εγώ για να σμίξω μαζί σου γίνομαι χάρτινος. Γι’ αυτό πιο πάνω σου λέω πως έγινα χάρτινος.
Σου γράφω γιατί σε ποθώ όπως και σου τηλεφωνούσα κάποτε από πόθο. Όχι για να σου πω και να μου πεις το ένα και τ’ άλλο αλλά για να σ’ αγγίξω με τον ήχο μου και να μ’ αγγίξεις με τον δικό σου, για να κυλιστώ στην ανάσα σου, στο γέλιο σου, μέσα στις σιωπές σου. Βαθιά στον λαβύρινθο του ακουστικού στο αυτί μου απλωνόταν ξέστρωτη η πιο ηδονική κλίνη. Γι’ αυτό κολλούσα στο τηλέφωνο, γι’ αυτό όλο έβρισκα προφάσεις να σου τηλεφωνώ.
Ακόμα και σ’ εκείνη την επιτροπή αλληλεγγύης, για τα παιδιά της Αιθιοπίας που λιμοκτονούν, από φιληδονία για το κορμί σου γράφτηκα. Για να έχω να σου μιλώ και να σ’ ακούω, για να πλησιάζω πιο πολύ τη σφαίρα της θαλπωρής που βγαίνει απ’ τα ρούχα σου. Για τη μυρουδιά σου γράφτηκα. Τώρα που το έχω πάρει πια απόφαση να λιγοστέψω τα ψέματα που λέω σ’ εσένα και σ’ εμένα μπορώ να σ’ το εξομολογηθώ κι ας ντρέπομαι. Τόσο ανίερος, τόσο κάπηλος, τόσο κάλπης!
Η ευχαρίστηση! Ο παντοκράτορας πόλος που όλα τα ισοπεδώνει, όλα τα χρησιμοποιεί και τους ιερότερους στόχους εργαλεία της τους κάνει, πιρούνια και μαχαίρια για να χορτάσει.
Και είναι αχόρταγη.
Και ήμουν αχόρταγος για σένα. Και λέω «ήμουν», γιατί τρέμω να πω «είμαι» μη και τ’ ακούσω και χαθώ στη ρουφήχτρα του. Κι η πείνα εξευτελίζει, διασύρει, εξαθλιώνει. Χειρότερος κι απ’ τα σκελετωμένα παιδιά της Αιθιοπίας που είχες κρεμασμένα σε φωτογραφίες στο δωμάτιό σου για να μας υπενθυμίζεις καθήκοντα και ενοχές. Πιο πεινασμένος για σένα απ’ ό,τι αυτά για ψωμί.
Και υποκριτής και ύπουλος και καταφερτζής και ραδιούργος. Και στις σχέσεις με τον εαυτό μου ραδιούργος!
Βρέχει έξω. Ασταμάτητα τρέχουν νερά απ’ τον ουρανό και τίποτα δεν προμηνύει πως θα σταματήσει.
Βρέχει έξω κι εγώ για τη φαρμακερή ψυχαγωγία μου κάθομαι και ονειρεύομαι μια φωτογραφική μηχανή που θα φωτογραφίζει τα κίνητρα. Τα κίνητρα όπου γραφόμαστε σ’ επιτροπές αλληλεγγύης, όπου δουλεύουμε για το κόμμα, όπου θυσιαζόμαστε!
Το δικό μου πιο πάνω σ’ το είπα.
Άμα ξεμπερδέψω μ’ εσένα και με το αστυνομικό, λέω ν’ ασχοληθώ με το background ενός ήρωα του τελευταίου πολέμου που τον έχουν κάνει άγαλμα στην πλατεία του λιμανιού εδώ. Τετριμμένο το θέμα, το ξέρω, μα θέλω να το γλεντήσω φτάνοντας μέχρι τον καμπινέ του.
Στα ανομολόγητα, στα ανομολόγητα είναι η ουσία.
Κι εγώ, τι νομίζεις; Τα δικά μου ανομολόγητα γρονθοκοπώ, κλοτσώ και κουτουλώ και πάλι δεν παραδίνονται. Βγάζω καρούμπαλα, σπάω κόκαλα και πάλι κλειδωμένα μένουν. Κι αν καμιά φορά, κλότσα κλότσα κάνει πως υποχωρεί ένας τοίχος, πάλι σε προθάλαμο βρίσκομαι, πάλι σε μια αίθουσα αναμονής παγιδευμένος.
Το ψέμα! Η στυγνότερη αυτοκρατορία πάνω μας. Μας έχει ολοκληρωτικά κυριεύσει γιατί πέτυχε το κυριότερο, έχει υπνωτίσει τη βούλησή μας και παραλύσαμε. Ταξιδεύουμε μέσα στη σύγχυση τόσο βέβαιοι στην αβεβαιότητα, τόσο ειλικρινείς στην υποκρισία, τόσο πραγματικοί στη φαντασίωση. Και δεν έχουμε συνείδηση, δεν υπάρχουμε. Τόσο ανυποψίαστοι, τόσο ηλίθιοι.
Η παραπλάνηση! Να ποια είναι η πατρίδα μας, τα κτίσματά μας στην άμμο παριστάνουν τα ακλόνητα.
Φαίνεται όμως πως κάτι επιζεί και σ’ εμένα. Αυτό που αόριστα δυσφορεί μέσα μου τη μέρα και ξεπετάγεται εφιάλτης ή αϋπνία τη νύχτα. Δεν το βάζει κάτω, δεν κοιμάται. Μισοκοιμάται και μισοξυπνά με άγχος και με αγωνία όπως στον βραχνά.
Με τυραννά αβάσταχτα όμως σ’ αυτό, σ’ αυτό υπολογίζω.
Κάτι μου μουρμουρά πως απ’ αυτό είναι η εξορία και σ’ αυτό το βασίλειο. Ήρθα εδώ στου διαόλου τη μάνα να μείνω μόνος μαζί του και να το αφουγκραστώ.
Με κατηγορείς πως είμαι ακραίος, εντάξει. Όμως, ίσως, μετά τα άκρα να βρίσκεται το μέτρο.
Το μέτρο δεν είναι μετριότητα, είναι κορύφωση.
Χτυπημένος πάνω στα σύνορα του εαυτού μου, ξελαστιχωμένος στις γωνιές μου σαν τον φυγάδα που διώκεται απ’ τον αγριότερο δυνάστη, έφτασα αποκαμωμένος εδώ, κρέμομαι στα συρματοπλέγματά μου κι οραματίζομαι την ευλογημένη ειρήνη, τη βασιλεία των ουρανών των απέραντων, εκείνη που όλη στέκει και ακροβατεί σ’ ένα τόσο δα σημείο, σε μια τόση δα μυτούλα σαν της καρφίτσας, και μικρότερη, και εκθαμβωτικά ζυγίζεται.
Είναι το σημείο όπου σχοινοβατείς με άνεση πάνω απ’ το χάος, είναι το σημείο όπου στην πλάτη σου στηρίζεις σαν τον Άτλαντα τον κόσμο.
Όλα τα έκανα για να το βρω και να ισορροπήσω επιτέλους. Το κορμί σου το έψαξα κύτταρο κύτταρο, στην άβυσσο της ματιάς σου καταδύθηκα χιλιάδες βουτιές, ταξίδεψα σε χώρες και σε χώρες, σε φιλίες και σε γλέντια, σε μουσικές και μουσικές, γέννησα δυο παιδιά με διαφορετικές γυναίκες, ένα νόμιμο κι ένα εξώγαμο. Και τίποτα!
«Δεν είναι αυτό, δεν είναι εδώ».
Κι αν έφτασα σ’ ενθουσιασμούς! Κι αν έφτασα σε ηδονές κι εξάρσεις!
Όμως όλα τούτα τα εξαίσια γρήγορα ζαρώνουνε, σουφρώνουνε και σαδιστικά αποδείχνουνε περισσότερο αυτό που δεν κατάφερα παρά αυτό που κατάφερα. Κι αυτό που δεν κατάφερα είναι απέραντο σαν τη λίμνη του Τίποτα, που λέγαμε πιο πάνω, κι όλο απλώνει και με ακρωτηριάζει σιγά σιγά.
Και τι δεν έκανα!
Όλα τα έκανα, καλή μου, και το μόνο που δεν έκανα είναι ίσως το μοναδικό που πρέπει: να μην κάνω τίποτα. Να κάτσω ήσυχος, γαλήνιος και συμμαζεμένος. Αχ, αγία καρτερία, εσύ είσαι ο τρόπος! Πώς να σε κερδίσω εγώ ο τρελός, ο σαστισμένος, εγώ που οι βουερές μηχανές μου στη διαπασών εργάζονται;
Θυμάσαι που περπατούσαμε στην πορεία για την Ειρήνη κι ήσουνα όμορφη και ξαναμμένη με τις πολεμόχαρες κυβερνήσεις;
«Δεν είναι οι κυβερνήσεις», σου έλεγα, «είναι ο πολεμόχαρος εαυτός μας το πιο πολύ. Είσαι εσύ που συνεχώς αναζητάς αντίπαλα πολεμικά στρατόπεδα να ξεσπαθώνεις, είμαι εγώ που τρώγομαι νυχθημερόν να σε κατακυριεύσω μισώντας θανάσιμα καθένα που σηκώνει τα μάτια πάνω σου».
Ο Χίτλερ, οι τύραννοι κι οι τυραννίσκοι έρχονται και παρέρχονται, όμως το πλήθος που τους ζητωκραυγάζει και τους τρέφει είναι αιώνιο.
Κι εμείς σ’ αυτό ανήκουμε. Τι από δω τι από κει, κάτω απ’ τις επιφάνειες οι υπόγειες στοές μας συγκοινωνούν τέλεια.
Χρειαζόμαστε εχθρούς για να δείχνουμε δόντια και να αυτοϊκανοποιούμαστε για λίγο. Κανείς μας δεν την επιθυμεί ειλικρινά αυτή την περιβόητη ειρήνη σου που γράφουμε πάνω στα πλακάτ. Γι’ αυτό ξέχνα τη, σου έλεγα. Όμως εσύ φώναζες: «Έξω οι βάσεις του θανάτου. Κάτω τα πυρηνικά όπλα», κι άλλα τέτοια και δε με πρόσεχες. Ήσουν εκτός όπως εκτός ήταν η διαδήλωση όλη. Γι’ αυτό δε φέρνουν αποτελέσματα οι διαδηλώσεις, γι’ αυτό δε γίνονται πειστικές. Κενά σχήματα, σου έλεγα.
Εγώ τουλάχιστον τη μιζέρια μου τη γνωρίζω.
Φώναζα τα συνθήματα για να βρίσκομαι κοντά σου, για να σ’ αγγίζω παρίστανα πως τα έχω με τις πυρηνικές κεφαλές και τους πυραύλους.
Το καλό είναι πανίσχυρο, ξέρε το.
Το καλό είναι δυνατότερο απ’ το κακό, μόνο που εμείς δεν είμαστε σταθερά καλοί, αληθινά καλοί που να αξιωθούμε την ισχύ του. Είμαστε ασθενείς γιατί είμαστε σε όλα ασταθείς. Έτσι παραζαλισμένοι θα την περάσουμε τη ζωούλα μας. Στο περίπου. "




Ένας άντρας φεύγει για ένα νησί μετά από τον χωρισμό. Θα παλέψει με τον έρωτα και το μίσος, με τον πόνο και τη σύγχυση. Θα γράψει αυτές τις δεκαοχτώ ανεπίδοτες επιστολές στη γυναίκα που έχασε σαν ημερολόγιο της μοναξιάς του.

" Δεν είναι εκμηδένιση η ταπείνωση.
Η εκμηδένιση σε κατεβάζει στο τίποτα ενώ η ταπείνωση σ’ ανεβάζει στο παν.
Πώς να την καταφέρουμε όμως εμείς, αγάπη μου, που από έπαρση είμαστε χτισμένοι;
Δεν πετυχαίνεται εύκολα, γι’ αυτό υποφέρουμε.
Κι απ’ τον πολύ τον πόνο, κι απ’ την πολλή την τυραννία αρχίζουμε, για την αυτοσυντήρησή μας, να υποψιαζόμαστε με την υποψία της καρδιάς, κι αρχίζει λίγο λίγο να φέγγει. "

Σχόλια