« Ο θείος Λευτέρης ήντουνε άσος στο σαντουράκι.
Δεν ήντουνε τυχαίο που ο Σωκράτης τα κουτσοκατάφερνε στο όργανο.
Μουσική οικογένεια οι Αντωνιάδηδοι.
Ο αδερφός του, ο Λευτεράκης, λέανε, ανάσταινε και νεκροί με τα γλυκά μινοράκια του κι είχε και παράδες γιατ΄ οι παιχνιδιατόροι βγάζανε τότενες στα παραλιακά τα ντουρσένια και τα λαϊκά τα πάλκα τσι Σμύρνης, σ΄ τσι γάμοι, στα βαφτίσια, στα γλέντια.
Ο αδερφός του, ο Λευτεράκης, λέανε, ανάσταινε και νεκροί με τα γλυκά μινοράκια του κι είχε και παράδες γιατ΄ οι παιχνιδιατόροι βγάζανε τότενες στα παραλιακά τα ντουρσένια και τα λαϊκά τα πάλκα τσι Σμύρνης, σ΄ τσι γάμοι, στα βαφτίσια, στα γλέντια.
Τότενες μάλιστα, ήντουσταν κάνα δυο τρία κέντρα κει δα να στην παραλία, την Πούντα, πο΄ χαν δυο κομπανίες.
Η μια στη μιανε γωνιά έπαιζε ευρωπαϊκά, ταγκό, να πούμε, και βαλς και μπολέρο και τέτοια κι η άλλη, στην άλληνε γωνιά, έπαιζε τα ντόπια, τσι μανέδες τσι Σμυρναίικοι, τσι μπάλοι, τ΄ απτάλικα.
Άμα σταμάταε η μιαν, αρχίναε η άλλη κι ήντουσταν όλοι φχαριστημένοι.
Τότενες, το λοιπόν, πολλοί παίζαν όργανο, μα οι καλοί ήντουσταν ανάρπαστοι.
Ο Λευτέρης μάλιστα, έλεε, πως καμιά κοσιαριά χρόνια ξοπίσω, τονε πλησιάσαν ο Σιδέρης κι ο Περιστέρης -μεάλοι μαστόροι τσι μουσικής κι οι δυο- για να τονε βάλουνε στα «Πολιτάκια», την ορχήστρα πο ΄χανε σιάξει στη Σμύρνη. Κείνος επροτίμησε να εργαστεί μοναχός και τσ΄ εγύρισε την πλάτη κι ύστερα τράβαε τα μαλλιά του γιατί τούτη η ορχήστρα εγίνη κατόπι μεάλη και τρανή.
Τότενες, το λοιπόν, πολλοί παίζαν όργανο, μα οι καλοί ήντουσταν ανάρπαστοι.
Ο Λευτέρης μάλιστα, έλεε, πως καμιά κοσιαριά χρόνια ξοπίσω, τονε πλησιάσαν ο Σιδέρης κι ο Περιστέρης -μεάλοι μαστόροι τσι μουσικής κι οι δυο- για να τονε βάλουνε στα «Πολιτάκια», την ορχήστρα πο ΄χανε σιάξει στη Σμύρνη. Κείνος επροτίμησε να εργαστεί μοναχός και τσ΄ εγύρισε την πλάτη κι ύστερα τράβαε τα μαλλιά του γιατί τούτη η ορχήστρα εγίνη κατόπι μεάλη και τρανή.
«Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα» την ονομάσανε.
Δεν εχάθη βέβαια, το Λευτεράκη στη μουσική την πιάτσα τσι Σμύρνης κι αργότερα με τη γυναίκα του, τη Μαρίκα, την τραουδιάρα, που σαν ετραγούδαε το «τζιβαέρι» με το σαντουράκι συνοδεία λευτερωνούντουσταν οι σκλαβωμένες καρδούλες, εκάμνανε τον καλύτερο συνδυασμό.
Δεν εχάθη βέβαια, το Λευτεράκη στη μουσική την πιάτσα τσι Σμύρνης κι αργότερα με τη γυναίκα του, τη Μαρίκα, την τραουδιάρα, που σαν ετραγούδαε το «τζιβαέρι» με το σαντουράκι συνοδεία λευτερωνούντουσταν οι σκλαβωμένες καρδούλες, εκάμνανε τον καλύτερο συνδυασμό.
Λευτέρης, ο λευτερωτής, το ΄χανε κολλήσει παρατσούκλι κι εκείνος πια καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι.
Τον τελευταίο καιρό, το ζεύγος εφανιζούντανε σ΄ ένα κέντρο στου Τσικιλτζήμπαση το δρόμο, στην Πούντα, όπου ματζευούντανε πολύς κόσμος.
Τον τελευταίο καιρό, το ζεύγος εφανιζούντανε σ΄ ένα κέντρο στου Τσικιλτζήμπαση το δρόμο, στην Πούντα, όπου ματζευούντανε πολύς κόσμος.
Ρωμιοί, Τούρκοι μα και ξένοι γαλονάδες απ΄ τσι συμμάχοι που στην αρχήν ερχούντουσταν για την ορχήστρα πο ΄παιζε τα ευρωπαϊκά κι ύστερα βεντουζωθήκανε στην κομπανία του Λευτεράκη με τα Σμυρναίικα.
Κι άμα κανένας πελάτης εσηκωνούντανε για παραγγελιά και κόλλαε τη λίρα στο κούτελο του Λευτέρη, ο καμός τσι Μαρίκας, καθώς ετραούδαε, ήντουνε μπα και πέσει ο παράς απ΄ το μέτωπο τ΄ αντρός της και πάει στράφι το τραούδι.
Άμα ήπεφτε, βλέπεις, η λίρα απ΄ το κούτελο, δεν ήντουνε του οργανιτζή. Γύρναε στον πελάτη.
Τα ΄χαν στο αίμα των τα λόια και το τραούδι οι Ρωμιοί στη Σμύρνη.
Πορπάταες πρωί το κεντρικό καλντερίμι του Βασμαχανέ, κοντά στ΄ αρμεναίικο, κάτω απ΄ το σταθμό του Κασαμπά πο ΄παιρνες τα τρένα για Χαλκά Βουνάρ, Αγια Τριάδα, Κορδελιό, Τσιλή, Ολουτζάκ, Μαινεμένη ίσαμε το Αφιόν Καρα-Χισσάρ, κι άκουες απ΄ τα ανοικτά τα παναθύρια τις νοικοκυρές να τραουδούν ζυμώνουντας τον κιμά ή φουρνίζουντας το ψωμί. Πορπάταες απόβραδο και πάλε τις άκουες να γλυκοκελαηδούν πλέκουντας τσιγκελάκι.
Γενικά, ακουόντουσταν κεφάτες φωνές σ΄ τσι μαχαλάδες τσι Σμύρνης κι όλοι οι πραματευτάδες σιάχνανε ο καθείς το δικό του τραουδάκι.
Νωρίς-νωρίς ο γαλατάς με τσι μαστραπάδες γαντζωμένοι στο ώμο, ο γαλατάααας… «Έχω και πρόβειο, έχω και γελαδινόοοοο…, άδειασε τα τσιγκάκια μου ν΄ ανέβω στο βουνόοοο…»
Και μετά ο κουλουριτζής με την μυρωδάτη πραμάτεια του αραδιασμένη στον ταβλά, π΄ εκουβάλαε απάν΄ στο κεφάλι, «πάρε καλέ κυρά μου τούτο το κουλουράκι κι άσε κι εμέ τον έρμο να ΄χω κι εγώ μεράκι…»
Κι ο γανωματής με το περίεργο εργαλείο του, πο΄ μοιαζε με ποδήλατο κομμένο στη μέση, «δω μου το μαχαιράκι σου να το καλολιμάρω κι άμα δε μείνεις ήσυχη, γυναίκα θα σε πάρω…»
Ήντουνε κι ένας άλλος. Ο Βάγγος ο Μυτιληνιός, ο ταμιριντής. Δεν είχε κάμει ποιματάκι τούτος.
Γενικά, ακουόντουσταν κεφάτες φωνές σ΄ τσι μαχαλάδες τσι Σμύρνης κι όλοι οι πραματευτάδες σιάχνανε ο καθείς το δικό του τραουδάκι.
Νωρίς-νωρίς ο γαλατάς με τσι μαστραπάδες γαντζωμένοι στο ώμο, ο γαλατάααας… «Έχω και πρόβειο, έχω και γελαδινόοοοο…, άδειασε τα τσιγκάκια μου ν΄ ανέβω στο βουνόοοο…»
Και μετά ο κουλουριτζής με την μυρωδάτη πραμάτεια του αραδιασμένη στον ταβλά, π΄ εκουβάλαε απάν΄ στο κεφάλι, «πάρε καλέ κυρά μου τούτο το κουλουράκι κι άσε κι εμέ τον έρμο να ΄χω κι εγώ μεράκι…»
Κι ο γανωματής με το περίεργο εργαλείο του, πο΄ μοιαζε με ποδήλατο κομμένο στη μέση, «δω μου το μαχαιράκι σου να το καλολιμάρω κι άμα δε μείνεις ήσυχη, γυναίκα θα σε πάρω…»
Ήντουνε κι ένας άλλος. Ο Βάγγος ο Μυτιληνιός, ο ταμιριντής. Δεν είχε κάμει ποιματάκι τούτος.
Ταμιριντή τονε λέανε γιατ΄ επούλαε ταμιρίντι, ένα πράμα μαύρο που το ΄βαζες στο νερό, τ΄ ανακάτευες και το ΄πινες σα τσιτσιμπύρα.
Τα σκατά τ΄ αράπη το διαφήμιζε και στηνούντανε κι όξω απ΄ τα σκολειά και τρέχανε τα πιτσιρίκια να πιούνε τα σκατά τ΄ αράπη.
Τ΄ απόγιομα πέρναε ο καλοκάγαθος ο μπάρμπα Γιώργης, πο΄ ντουνε η χαρά των παιδιών.
Τ΄ απόγιομα πέρναε ο καλοκάγαθος ο μπάρμπα Γιώργης, πο΄ ντουνε η χαρά των παιδιών.
Σα λυσσιασμένα κάμνανε άμ΄ εμφανιζούντανε το ποδήλατό του.
Κι ηματζευούντουσταν ένα γύρω τα τουρκάκια και χαζεύανε σα και να ΄ντουνε πανηύρι.
Ζαχαρωτά και μαλλί τσι γριάς το μπόρευμά του κι άμα νταγιάντιζε απ΄ το δρόμο τσ΄ Αννιώς κι ήφτανε όξω απ΄ το παναθύρι της, εφώναζε.
Άιντε κυρά μου, Αννιώ, βγάλε την Ελενίτσα σου, να τη μοσκοκεράσω κι άμα μου την επάντρεψες, δεν θα ματαπεράσω.
Ήβγαινε γελώντας η Αννιώ κι ήπαιρνε το ζαχαρωτό τσ΄ αγγόνας της, μα ποτέ δεν το εδέχτη για κέρασμα γιατ΄ ήξευρε πως ο μπάρμπα Γιώργης ήντουνε φτωχός άθρωπος και δεν ήντουνε για κεράσματα.
Άστο γι αύριο το κέρασμα, Γιώργη μου, έλεε. Το αύριο γενούντανε μέρες, μήνες και χρόνοι.
Άιντε κυρά μου, Αννιώ, βγάλε την Ελενίτσα σου, να τη μοσκοκεράσω κι άμα μου την επάντρεψες, δεν θα ματαπεράσω.
Ήβγαινε γελώντας η Αννιώ κι ήπαιρνε το ζαχαρωτό τσ΄ αγγόνας της, μα ποτέ δεν το εδέχτη για κέρασμα γιατ΄ ήξευρε πως ο μπάρμπα Γιώργης ήντουνε φτωχός άθρωπος και δεν ήντουνε για κεράσματα.
Άστο γι αύριο το κέρασμα, Γιώργη μου, έλεε. Το αύριο γενούντανε μέρες, μήνες και χρόνοι.
.....................
Άιντε, αδέρφι, παίξε ένα δικό μου ν΄ αγαλλιάσει η ψυχούλα μου.
Ο Σωκράτης εκόλλησε, κατά το εθίματο, τη λίρα στο μέτωπο τ΄ αδερφού του κι ηπήρε θέση στην πίστα για να χορέψει τ΄ αγαπημένο του απτάλικο.
Άπλωσε ο Λευτεράκης τις παλάμες απάν΄ στις χορδές του σαντουριού να σιάσει τις ουρές απ΄ τον μανέ πο ΄χε μόλις τελέψει κι έπειτα έστρωσε τις μπαγκέτες στα δάχτυλά του.
Οι νότες ηφύανε απ΄ τα τέλια, γιομίσανε το κέντρο κι ο Σωκράτης έλυσε το σώμα του κι αρχίνισε να λυιέται στην πίστα.
Ο Σωκράτης εκόλλησε, κατά το εθίματο, τη λίρα στο μέτωπο τ΄ αδερφού του κι ηπήρε θέση στην πίστα για να χορέψει τ΄ αγαπημένο του απτάλικο.
Άπλωσε ο Λευτεράκης τις παλάμες απάν΄ στις χορδές του σαντουριού να σιάσει τις ουρές απ΄ τον μανέ πο ΄χε μόλις τελέψει κι έπειτα έστρωσε τις μπαγκέτες στα δάχτυλά του.
Οι νότες ηφύανε απ΄ τα τέλια, γιομίσανε το κέντρο κι ο Σωκράτης έλυσε το σώμα του κι αρχίνισε να λυιέται στην πίστα.
Τονε καμαρώνανε η Αννιώ και τα παιδιά του από κάτω.
Ο Ανέστος έκαμε τα δυο κουτάλια όργανο στο χέρι του και συνόδευε το ρυθμό φωνάζουντας πού και πού, έλα, πατέρα μου, να δείξομε τι σιάχνομε μεις οι Σμυρνιοί.
Η Μαρίκα γλυκοκένταε με τη φωνούλα της και στα σόλα τ΄ οργάνου όλο κι έσκυβε προς την πίστα για να σιοντάρει με παινέματα το γαμπρό της.
Η Μαρίκα γλυκοκένταε με τη φωνούλα της και στα σόλα τ΄ οργάνου όλο κι έσκυβε προς την πίστα για να σιοντάρει με παινέματα το γαμπρό της.
Ήντουνε γλεντζές ο Σωκράτης.
Χορευταράς, λεβέντης στην πίστα.
Τράβαε όλα τα βλέμματα κι είχε και καταχτήσεις.
Όχι τίποτε πονηρό, δηλαδή.
Ίσια ίσια για να τσιγκλάει την Αννιώ πως, τάχαμου, και στα 60 –που δεν τα ΄χε πατήσει ακόμα- ήπιανε η μπογιά του.
Α, όχι.
Ήντουνε πιστός ο Σωκράτης κι άμα καμιά φορά τ΄ εκολλάανε τα παιδιά του, όλο χαϊδέματα και καλοκουβέντες για την Αννιώ ήντουνε. Α, όχι.
Ξεύρετε, βρε, τι κούκλα ήντουνε η μάνα σας;
Άπ΄ τη μύτη μ΄ έσουρνε, ζωή να ΄χει.
Μα κι εγώ, αρχοντόπαιδο.
Κι όλο κι ήβγαζε απ΄ την κωλότσεπη την ξασπρισμένη φωτογραφία απ΄ τσ΄ αρρεβώνες του.
Κι όλο κι ήβγαζε απ΄ την κωλότσεπη την ξασπρισμένη φωτογραφία απ΄ τσ΄ αρρεβώνες του.
Κουρέλι την είχε κάμει απ΄ το βάλε βγάλε.
Κείνη με λάγνο βλέμμα και έναν εντυπωσιακό φιόγκο στο λαιμό και κείνος με το μαλλί καλοχτενισμένο και στερεωμένο με προσοχή πίσω απ΄ τ΄ αφτιά, να ακουμπά τις παλάμες του όλο προστασία σ΄ τσ΄ ώμοι της. »
Κείνη με λάγνο βλέμμα και έναν εντυπωσιακό φιόγκο στο λαιμό και κείνος με το μαλλί καλοχτενισμένο και στερεωμένο με προσοχή πίσω απ΄ τ΄ αφτιά, να ακουμπά τις παλάμες του όλο προστασία σ΄ τσ΄ ώμοι της. »
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου