Ο Μοσκώβ-Σελήμ είναι το τελευταίο διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού. Ο ίδιος το έγραψε όσο ήταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο. Εκδόθηκε σε τρεις συνέχειες στο περιοδικό Εστία από τις 28 Μαρτίου 1895.
Το διήγημα μιλάει για τη ζωή του αδικημένου Τούρκου Σελήμ.
Γιος γνωστού μπέη της Κωνσταντινούπολης ήταν ο τρίτος γιος και τελευταίο παιδί της οικογένειάς του.
Η μητέρα του έχοντας καημό που δεν απέκτησε ποτέ κόρη τον έντυνε με γυναικεία ρούχα και τον μεγάλωνε ως κορίτσι. Ο πατέρας του έδειχνε φανερή αδυναμία στο μεγαλύτερο του γιο, που ήταν αρρενωπός και παλικάρι γενναίο, σαν τον ίδιο. Όταν όμως ο μεγαλύτερος γιος κληρώθηκε να υπηρετήσει τον σουλτάνο ως στρατιώτης, ο νεαρός λιποτάκτησε.
Ο Σελήμ, που είχε ήδη μεγαλώσει, για να περισώσει την τιμή του πατέρα του και της οικογένειάς του πήγε και ζήτησε εθελοντικά να αντικαταστήσει τον αδερφό του. Έτσι φεύγει για το μέτωπο επιδιώκοντας να κερδίσει μια θέση στην καρδιά του πατέρα του .
Εν τω μεταξύ ο πατέρας του έχοντας μάθει για την λιποταξία του μεγαλύτερου γιου του, καταγγέλλει τον λιποτάκτη και απαιτεί την άμεση τιμωρία του, όπως και συμβαίνει.
Ο Σελήμ πολεμά γενναία στο μέτωπο και μέσα από διάφορες δυσκολίες καταφέρνει έπειτα από δέκα χρόνια να επιστρέψει στο σπίτι του. Ωστόσο η μητέρα του έχει πια πεθάνει, ο πατέρας του έχει καταντήσει ένας μέθυσος άντρας εξαρτημένος από τη νέα του σύζυγο που του κατασπαταλά την περιουσία και συκοφαντεί τον Σελήμ . Μάλιστα ο πατέρας του πείθεται από τη νέα του σύζυγο και καταγγέλλει τον Σελήμ για υπόθαλψη λιποτάκτη (του αδερφού του δηλαδή πριν 10 χρόνια), έτσι ο Σελήμ περνά ένα χρόνο στη φυλακή.
Με το που αποφυλακίζεται νέος πόλεμος ξεσπά και ο Σελήμ κατατάσσεται και πάλι μιας και η ζωή του στο πατρικό του σπίτι δεν είναι καλύτερη από πεδίο μάχης.
Γυρίζει πάλι πίσω αυτή τη φορά παρασημοφορεμένος. Παντρεύεται την παλιά πιστή υπηρέτρια της μητέρας του, αποκτά τρία παιδιά, περιθάλπει τον πατέρα του και προσπαθεί να ορθοποδήσει και να περισώσει ό,τι μπορεί από την χαμένη τους περιουσία.
Την στιγμή που η ζωή του φαίνεται να έχει μπει σε ομαλή πορεία, ξεσπά κι άλλος πόλεμος, νιώθοντας το χρέος του πιστού στον σουλτάνο στρατιώτη φεύγει για ακόμα μια φορά.
Η έκβαση όμως των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Κριμαία δεν πηγαίνει καλά, ο ίδιος τραυματίζεται σοβαρά και βρίσκεται σε νοσοκομείο όταν οι Τούρκοι οπισθοχωρούν εγκαταλείποντας όλους τους τραυματίες πίσω.
Και ενώ η μοίρα του φαίνεται καταδικασμένη, σε κείνη τη μικρή ρωσική πόλη συμβαίνει κάτι το ανέλπιστο για τον Σελήμ. Οι Ρώσοι περιθάλπουν όλους τους κρατουμένους και τους φιλοξενούν ως αδέλφια.
Στο σημείο αυτό συμβαίνει μια εκπληκτική μεταστροφή στην ψυχή του Σελήμ, για πρώτη φορά αμφισβητεί τις παραδόσεις και το δογματισμό της τουρκικής ανατροφής του, συνειδητοποιεί πως οι Ρώσοι δεν είναι τα τέρατα που οι ομοθρησκοί του περιέγραφαν αλλά πραγματικά αδέρφια του. Μάλιστα η τελευταία εμπειρία του, η εγκατάλειψή των τραυματιών από τους συμπατριώτες του, κλυδωνίζουν την ψυχή του, σε σημείο να θεωρεί τους Τούρκους εχθρούς του και όχι τους Ρώσους. Ταλαντεύεται προς στιγμήν να ασπαστεί τη ρωσική κουλτούρα και ζωή και να μείνει εκεί.
Τελικά υπερισχύει η αγάπη του για την πατρίδα και την οικογένειά του. Γυρνώντας όμως πίσω τα πάντα είναι τόσο απελπιστικά, η αντιμετώπιση των πρώην αιχμαλώτων από τους ομόθρησκούς του είναι ελεεινή, τους συμπεριφέρονται ως πρόσφυγες, τους στοιβάζουν σε αποθήκες στην Πόλη και τους κακομεταχειρίζοναται, πολλοί από αυτούς πεθαίνουν από επιδημίες.
Αφού παρέλθει ο χειμώνας και είναι έτοιμος να ξεκινήσει για το σπίτι του μαθαίνει πως όλη η οικογένειά του έχει πεθάνει, το σπίτι τους το έκαψαν οι χριστιανοί και ότι δεν έχει τίποτα άλλο πια.
Συνειδητοποιεί πως δεν θέλει πια να είναι Τούρκος αλλά Ρώσος, μιας και μόνο από τους Ρώσους γνώρισε την εκτίμηση, τον σεβασμό και την αγάπη.
Απομονώνεται σε ένα αγροτόσπιτο της ανατολικής Θράκης, ντύνεται με ρωσικά ενδύματα, αποκτά ρωσικές συνήθειες και φέρεται ως Ρώσος. Οι συμπατριώτες του τον περιπαίζουν και του δίνουν το παρατσούκλι "Μοσκώβ- Σελήμ", τον θεωρούν τρελλό.
Στο διάβα του ένας Έλληνας ταξιδιώτης ρωτάει γι ΄αυτόν και βρίσκει στο πρόσωπό του κάτι το ενδιαφέρον. Επιδιώκει συντάντηση μαζί του και εκεί ο Σελήμ του ανοίγει την ψυχή του και ιστορεί όλα του τα πάθη. Καημός του είναι να γίνει Ρώσος, λέει, αν κάποτε εισβάλλουν ξανά οι Ρώσοι, θα σπεύσει πρώτος να αυτομολήσει.
Στο τέλος όμως του διηγήματος όταν ακούγεται η είδηση πως εισέβαλαν οι Ρώσοι δεν άντεξε η καρδιά του, δεν μπόρεσε να προδώσει την πίστη του και την πατρίδα του...κι έτσι πέθανε, ομολογώντας πως νιώθει Τούρκος.
Το δίηγημα ξεκινά με τη συνάντηση του Έλληνα ταξιδιώτη στο αγροτόσπιτο του Σελήμ και εξελίσσεται με την αναδρομική εξιστόρηση των παθών του Σελήμ από τον ίδιο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου