"Mάης, Ιούνης και Νοέμβρης"
στον Ανδρέα
Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.
Δεν ήτανε ανάγκη βασίλισσα να με κάνεις του Περού.
Ανάγκη ήτανε να σκύψεις από πάνω μου, να δω στα μάτια σου
εκείνα τα δυο φωσάκια. Φωσάκια που λένε ότι είμαι
τ’ ονειρεμένο σου νησί στην Ωκεανία, ξωτικό, πρωτόγονο,
ηλιοπλημμυρισμένο, καθάρια γαλάζια τα νερά του,
κι οι βυθοί του ανθόσπαρτοι σαν το πιο γόνιμο χωράφι.
Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ’ναι
σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.
Τα λουλούδια των δέντρων είναι τα πουλιά.
Το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση
της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού.
Τη μυρουδιά του ήλιου τη χύνει το σφαγμένο πεπόνι.
Η ποίησή μας είναι η ζωή.
Κάποτε ακουμπάμε τον εαυτό μας σαν ένα κουμπί γυμνό
επάνω σ’ ένα καθρέφτη, και την αυγή βρίσκουμε ένα χαμομήλι
μες στον ανοιξιάτικο κάμπο.
Κάποτε ακουγόμαστε σαν την πιο θριαμβευτική κραυγή ζώου,
κι όταν ξανασταθούμε ν’ ακούσουμε ο ήχος μας είναι
σκληρό γρατσούνισμα φκυαριού πάνω στον άγονο βράχο.
Η νύχτα έπεσε στο πέλαγος – για μένα πού είναι η μέρα;
Πού ’ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου,
πού ’ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, πού ’ναι
ο γκιώνης, τα τζιτζίκια, κι οι πέντε μου φωνές;
Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό
λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και
Aqua Marina.
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να
πεθάνω όλους τους θανάτους.
Μερικές χορδές μουσικής φθάνουνε για να τρέξουμε
γυμνοπόδαροι μες στη χλόη του Βορρά, για να μετρήσουμε
όλες τις σταγόνες του σώματός μας και για να πλέξουμε
με το ’να μας χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας.
Μην είναι γητειά; μην είναι όνειρο; μην είναι θαύμα;
Το πλάνεμα της σκέψης μου, ο πυρετός κι οι νοσταλγίες,
κι ο οίστρος ο τρομερός της σάρκας μου.
Όλα μου σου τα χαρίζω − μες στον ήλιο και μες στο
ερωτικό χρώμα των ματιών σου.
Πώς πέφτει το φύλλο της λεύκας, το φύλλο που μαγεύει
το φως; έτσι θε να πέσω μες στην αγκαλιά σου.
Πώς σβήνουν τα τραγούδια των κοριτσιών το σούρουπο;
έτσι θε να σβήσω μες στην αγκαλιά σου.
Το γυμνό μου σώμα βρίσκεται πια στην εύκρατο ζώνη.
Γητειά είναι; όνειρο; ή θαύμα;
Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη μου σ’ αποζητάει,
η παλάμη μου τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά − αχ!
μες στη χούφτα μου κούρνιασε ένα πουλί, το πουλί είναι
η τρυφερότης σου.
Ποιος να ’ναι ο έρωτας που περιέχει το κλίμα της αιθρίας;
Γύρωθέ μου βλέπω μονάχα όλες τις λαχτάρες της Μεγάλης
Παρασκευής.
Το κλάμα μου ας είναι το ημερότερο τραγούδι· η θλίψη μου,
πομπή Μαγιού απ’ τη θάλασσα ως τον κάμπο· οι ρεμβασμοί μου,
δέκα καΐκια στολισμένα που αρμενίζουν για το πανηγύρι.
Ποτέ, ποτέ ζωή μου δίχως γητειά.
Κι είναι η γητειά η μυρουδιά του ανοιξιάτικου πόθου
μες στα χαμομήλια.
Κι είναι η γητειά όλος ο έρως ενός ξερού βράχου − με το φως,
με τον ήλιο.
Κι είναι η γητειά, απ’ την κούνια μου ως τον τάφο οι στεναγμοί
μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα.
Μάτση Χατζηλαζάρου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου