" Κυδαθηναίων 9 ", Ιωάννα Τσάτσου, εκδόσεις Ευθύνη, 1994.

Αντιγράφω πάλι από τη Ημερολόγιό μου:

27 Νοέμβρη 1943
Όλη τη νύχτα κατακλυσμός η βροχή, δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ.
 Μα το πρωί άνοιξα το παράθυρο στην πιο λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα.
 Η γη ήταν πλυμένη, πεντακάθαρη.
 Ο ήλιος φωτεινός και ζεστός, σαν ήλιος Αυγούστου. 
Χτύπησε το τηλέφωνο. 
Σήκωσα η ίδια το ακουστικό και άκουσα την είδηση:
“Στη Σπάρτη, στο Μονοδένδρι τουφέκισαν χτες οι Γερμανοί εκατόν δέκα εφτά, όλο τον ανθό της πόλης και μέσα σ’ αυτούς το Χρήστο Καρβούνη”. 
Έμεινα σαν απολιθωμένη. 
Δεν καταλάβαινα.
 Δεν ήθελα να καταλάβω.
 Ο άνθρωπος ξαναείπε τα ίδια λόγια, τον ακούω ακόμα.
 Χτες το πρωί στο Μονοδένδρι τουφέκισαν εκατόν δέκα εφτά. 
Τέσσερα παιδιά του Τζιβανόπουλου και τον γιατρό Καρβούνη. 
Κάθε σπίτι κι ένας νεκρός.
 Όλη η Σπάρτη μοιρολογάει. 
Αν είχε καεί ολόκληρη, θάταν λιγότερο το κακό.
-Μα γιατί; μπόρεσα να ρωτήσω.
-Σκότωσαν ένα γερμανό στρατιώτη στο Μονοδένδρι, μου είπε πάλι ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του ακουστικού.
Πήγα στο γραφείο για την ημερήσια δουλειά. 
Σαν αυτόματο άκουα τα προβλήματα του κόσμου. 
Και το πρωί, και τώρα το βράδυ, μια σκέψη είναι πάντα εκεί και δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω:
 “Ο Χρήστος Καρβούνης δεν θα δει ζωντανός ελεύθερη την Ελλάδα”.
Αυτή η μεγάλη του λαχτάρα που τον έκανε να κινεί γη και ουρανό, να ζει και να πεθαίνει κάθε στιγμή, βούλιαζε μες στο χάος των ανεκπλήρωτων.
Προσπαθώ να θυμηθώ το Μονοδένδρι. 
Είχα περάσει από κει πηγαίνοντας προς τη Σπάρτη. 
Με είχαν ζαλίσει οι γυμνές κορδέλλες.

28 Νοέμβρη 1943
Ήρθε κάποιος από τη Σπάρτη. 
Τον άκουσα ώρες να μιλάει για τον θάνατο του Ανθρώπου. 
Οι θρύλοι γεμίζουν την ατμόσφαιρα. 
Τούτο όμως είναι ιστορία.
 Οι Γερμανοί την τελευταία στιγμή σεβάστηκαν τον εξαιρετικό επιστήμονα και τούδωσαν χάρη. 
Ο Καρβούνης παρακάλεσε να δοθεί η δική του χάρη σ’ ένα από τους τέσσερις Τζιβανόπουλους. 
Να μη κλάψει η μάνα τέσσερις γιους μαζί. (Για πολύ καιρό η κυρία Τζιβανοπούλου έστρωνε το πρωί τα κρεβάτια των γιων της και τα ξέστρωνε το βράδυ). 
Ο γερμανός αρνήθηκε. 
Τότε ο Καρβούνης επαναστάτησε.
-Είστε ένας λαός βάρβαρος, είπε στον αξιωματικό, σε τέλεια γερμανικά. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια πεταμένα, χαμένα.
Ο γερμανός θύμωσε, κοκκίνισε και με όλη τη δύναμή του τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο.
Όταν μάζεψαν τους νεκρούς στο Μονοδένδρι, ο Χρήστος Καρβούνης είχε το μπράτσο σπασμένο.


Σχόλια