" Ανάκριση ", Πέτερ Βάις, Εκδόσεις ΙΘΑΚΗ.

" Οι φιλοδοξίες μας συγκεντρώνονταν σ'ένα μοναδικό στόχο Να κερδίσουμε κάτι Ήταν το φυσικό που είχαν κλέψει απ'όλους μας Ήταν το φυσικό που το ξανακλέβαμε Η βρώμα οι πληγές και τα μικρόβια ολόγυρα ήταν το φυσικό Φυσικό ήταν που γύρω μας όλοι πέθαιναν και φυσική η αμεσότητα του δικού μας θανάτου. "
" Στο εδώλιο δεν κάθισε ποτέ η «Krupp» που τροφοδοτούσε όλη την πολεμική μηχανή του Χίτλερ, αλλά και που τα εργοστάσιά της όλως περιέργως έμεναν ανέπαφα όταν οι Αμερικάνοι ισοπέδωναν το Έσσεν.
Στο εδώλιο δεν κάθισε η «Deutsche Bank» που χρηματοδότησε τη δημιουργία και λειτουργία των ναζιστικών φούρνων του Αουσβιτς.
Στο εδώλιο δεν κάθισε η «Siemens». που έλυνε και έδενε επί φασίστα Μεταξά. Με πρόταση και χρηματοδότηση του επικεφαλής της «Siemens» στην Αθήνα, συγκροτήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας ίο 1943.
Στο εδώλιο δεν κάθισαν οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες, οι οικονομικοί στυλοβάτες του φασιστικού καθεστώτος Μεταξά που όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα παρέδωσε τους Έλληνες πολιτικούς κρατούμενους στην Γκεστάπο για να μεταφερθούν στα Νταχάου και στα Άουσβιτς.
Στο εδώλιο δεν κάθισαν οι 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας, αυτοί που το 1933 τροφοδότησαν το αποκαλούμενο και «Ταμείο του Χίτλερ» με το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 3 εκατ. μάρκων. Ήταν στις εκλογές του '33 που οι Ναζί πήραν το 44% των ψήφων.
Στο εδώλιο δεν κάθισε η ελβετική «Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών». Ο πρόεδρος της, ο τραπεζίτης Σαχτ, ήταν ο υπουργός Οικονομικών του Χίτλερ από το 1934.
Στο εδώλιο δεν κάθισε η «Φάρμπεν» που κατασκεύασε το Κυκλώνιο Β. Ήταν το αέριο που χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων στα κρεματόρια. Ένα από τα ονόματα με τα οποία κυκλοφορεί σήμερα η «Φάρμπεν» είναι «Bayer»
Στο εδώλιο δεν κάθισαν οι 45 από τους μεγαλύτερους Γερμανούς βιομήχανους που στις επιχειρήσεις τους στέλνονταν για καταναγκαστική εργασία οι κρατούμενοι από το Μαουτχάουζεν.
Στο εδώλιο δεν κάθισαν:
Η αμερικανική πολυεθνική «ΙΒΜ». Η οργάνωση των 78 ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης έγινε με τεχνολογία της «ΙΒΜ». Ο πρόεδρος της «ΙΒΜ», ο Τ. Watson, τιμήθηκε από το Γ’ Ράιχ με το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού, το 1937. Ήταν η μεγαλύτερη τιμή που μπορούσε να αποδώσει το ναζιστικό καθεστώς σε μη Γερμανό πολίτη.
Η «Standard Oil». Η «Standard Oil», των συμφερόντων Ροκφέλερ, στη διάρκεια του πολέμου, εκτός από τους συμμάχους προμήθευε με καύσιμα και τον Αξονα.
Η «General Motors». Χιλιάδες θωρακισμένα αυτοκίνητα, φορτηγά και τανκς για τον γερμανικό στρατό κατασκευάστηκαν από την «General Motors». «Ό,τι συμφέρει την «General Motors» συμφέρει την Αμερική», έλεγε ο Αϊζενχάουερ. Το αμερικανικό κράτος αποζημίωσε με 33 εκατ. δολάρια την «General Motors» για τις ζημιές που υπέστησαν τα εργοστάσια της σε Γερμανία και Αυστρία στον πόλεμο. Ήταν τα εργοστάσια που κατασκεύαζαν τανκς για τον Χίτλερ.
Η «Ford». Το 1/3 των φορτηγών της Βέρμαχτ το κατασκεύασε η αμερικανική πολυεθνική «Ford». Οι μισοί «εργαζόμενοι» της εταιρείας ήταν σκλάβοι από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο πρόεδρος της «Ford», ο «κύριος» Ford, το 1938 γιόρτασε τα 75α γενέθλιά του παραλαμβάνοντας από τους Γερμανούς πρόξενους στο Ντιτρόιτ το μετάλλιο του Μεγάλου Σταυρού της Γερμανικής Τάξης του Αετού.
Η τράπεζα «UBC». Ήταν από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες του ναζιστικού καθεστώτος. Πρόεδρος της ήταν ο «κύριος» Πρέσκοτ Μπους. Πατέρας και παππούς δυο αμερικανών προέδρων.
Κανένα από τα στελέχη των εταιρειών δυτικών συμφερόντων δεν τιμωρήθηκε μετά τον πόλεμο για τις σχέσεις του με τον ναζισμό. Τα αδικήματά τους παραγράφηκαν. Το φρόντισε ο κύριος John McCloy. Ήταν ο Ύπατος Αρμοστής των ΗΠΑ στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. O McCloy ήταν από το 1947 ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Πριν ως νομικός εκπροσωπούσε τα συμφέροντα των Ροκφέλερ και της τράπεζας «Chase Manhattan».
Ο κατάλογος είναι μακρύς και το συμπέρασμα ασφαλές: Από το εδώλιο λείπουν όλοι αυτοί που είναι δίπλα, πίσω και κυρίως πάνω από τους «Χίτλερ».
Λείπουν τα μονοπώλια και όλοι αυτοί που κάνουν κουμάντο σε ένα σύστημα που είτε με φασισμό είτε χωρίς φασισμό, είτε με κοινοβούλιο είτε χωρίς κοινοβούλιο, έχει πάντα το ίδιο όνομα: 
Λέγεται καπιταλισμός. "


(Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). 
Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. 
Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936-38) εγκαταστάθηκε τελικά στη Στοκχόλμη και έγινε Σουηδός υπήκοος.
 Η πληθωρική προσωπικότητά του βρήκε την έκφρασή της σε μια πολύπλευρη καλλιτεχνική δραστηριότητα. 
Ζωγράφος και σκιτσογράφος, υπήρξε επίσης σκηνοθέτης και πρωτοποριακός θεωρητικός του κινηματογράφου. 
Έγινε διάσημος με το μεγάλο αφήγημά του "Η σκιά του σώματος του αμαξά" (Der Schatten des Körpers des Kutschers), που γράφτηκε το 1952 αλλά δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1960, το οποίο παραμένει το πιο φροντισμένο αφηγηματικό του έργο. 
Ακολουθούν μερικά αυτοβιογραφικά κείμενα, όπως "Η συζήτηση των τριών οδοιπόρων" (1963). 
Έπειτα αφοσιώθηκε στο θέατρο με εντυπωσιακά αποτελέσματα, που τον τοποθετούν ανάμεσα στις κορυφαίες φυσιογνωμίες του σύγχρονου θεάτρου. 
Ύστερα από το σύντομο αλλά δυναμικό "Νύχτα με τους φιλοξενούμενους" (Nächt mit Gästen, 1963), ο Βάις καθιερώθηκε με το έργο "Η δίκη και η δολοφονία του Zαν Πολ Μαρά", παρουσιασμένη από τον θίασο του ασύλου του Σαραντόν υπό τη διεύθυνση του κυρίου ντε Σαντ (1964), που παίχτηκε και στην Ελλάδα. 
Στο έργο αυτό, που το ύφος του αποκαλύπτει μια εξαιρετική ευρυμάθεια, ο Βάις αξιοποιεί ολόκληρη τη γερμανική παράδοση θεατρικών πειραματισμών μέχρι τα εξωλογικά πρότυπα του μπρεχτικού θεάτρου, συνδυάζοντάς την με έναν προβληματισμό εξαιρετικά σύγχρονο. 
Η "ανάκριση" (Die Ermittlung, 1965), ορατόριο σε 11 ωδές, είναι ένα συγκλονιστικό και συντριπτικό κατηγορητήριο κατά του ναζισμού. 
Στην Ελλάδα έχει παιχτεί και το έργο του "Άσμα για το σκιάχτρο της Λουζιτάνιας" (Gesang vom Lusitanischen Popanz, 1967), με μεγάλη επιτυχία. 
Τα τελευταία του έργα ήταν: "Ο Τρότσκι στην εξορία" (Trotzki im Exil, 1969), "Χέλντερλιν" (Hölderlin, 1971) και "Η νέα Δίκη" (Der neue Prozess, 1981). 
Το κείμενο του έργου "Ανάκριση" προέρχεται από τα πρακτικά της δίκης της Φρανκφούρτης (1963-64) εναντίον των βασικών υπευθύνων του στρατοπέδου του Άουσβιτς.




Σχόλια