Ο ερωτικός Διονύσιος Σολωμός. (1798 - 1857)


"Το όνειρο"

Άκου έν’ όνειρο ψυχή μου
και της ομορφιάς θεά.
Μου εφαινότουν οπώς ήμουν
μετ’ εσένα μία νυχτιά.

Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι
περπατούσαμε μαζί.
Όλα ελάμπανε τ’ αστέρια
και τα κοίταζες εσύ.

Εγώ στόλεα: Πέστε, αστέρια,
είν’ κανέν’ από τ’ εσάς,
που να λάμπει από `κει απάνου
σαν τα μάτια της κυράς;

Πέστε αν είδετε ποτέ σας
σ’ άλλη τέτοια ωραία μαλλιά,
τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,
τέτοια αγγελική θωριά;

Εσύ έκαμες ετότες
γέλιο τόσο αγγελικό,
που μου φάνηκε πως είδα
ανοιχτό τον ουρανό.

Και παράμερα σ’ επήρα
εισέ μια τριανταφυλλιά
κι έπεσά σου αγάλι αγάλι
στην ολόλευκη αγκαλιά.

Κάθε φίλημα ψυχή μου
όπου μόδινες γλυκά,
εξεφύτρωνε άλλο ρόδο
απ’ την τριανταφυλλιά.

Όλη νύχτα εξεφυτρώσαν,
ως απούλαμψεν η αυγή,
που μας ηύρε και τους δυο μας
με την όψη μας χλομή.

Τούτο είν’ τ’ όνειρο ψυχή μου.
Τώρα στέκεται εις εσέ,
να το κάμεις ν’ αληθέψει
και να θυμηθείς για με.
---------------------------


 Ἡ φαρμακωμένη.

Τὰ τραγούδια μοῦ τἄλεγες ὅλα
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τὸ πεῖς,
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τ᾿ ἀκούσεις,
Ἄχ! τὴν πλάκα τοῦ τάφου κρατεῖς.

 Ὦ παρθένα! ἂν ἠμπόρειαν οἱ κλάψαις
Πεθαμένου νὰ δώσουν ζωή,
Τόσαις ἔκαμα κλάψαις γιὰ σένα,
Ποὺ θελ᾿ ἔχεις τὴν πρώτη πνοή.

 Συφορά! σὲ θυμοῦμ᾿ ἐκαθόσουν
Σ᾿ τὸ πλευρό μου μὲ πρόσωπο ἀχνὸ
«Τί ἔχεις» σοῦ ῾πα καὶ σὺ μ᾿ ἀποκρίθης
«Θὰ πεθάνω, φαρμάκι θὰ πιῶ».

 Μὲ σκληρότατο χέρι τὸ πῆρες,
Ὡραία κόρη, κι αὐτὸ τὸ κορμί,
Ποὺ τοῦ ἔπρεπε φόρεμα γάμου,
Πικρὸ σάβανο τώρα φορεῖ.

 Τὸ κορμί σου ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο
Τὸ στολίζει σεμνὴ παρθενιά,
Τοῦ κακοῦ σὲ ἀδικοῦσεν ὁ κόσμος,
Καὶ σοῦ φώναζε λόγια κακά.

 Τέτοια λόγια ἂν ἠμπόρειες ν᾿ ἀκούσεις,
Ὂχ τὸ στόμα σου τ᾿ ἤθελε βγεῖ;
«Τὸ φαρμάκι ποὺ ἐπῆρα, καὶ οἱ πόνοι,
Δὲν ἐστάθηκαν τόσο σκληροί.

Κόσμε ψεύτη! ταὶς κόραις ταὶς μαύραις
κατατρέχεις ὅσο εἶν᾿ ζωνταναίς,
Σκληρὲ κόσμε! καὶ δὲν τοὺς λυπᾶσαι
Τὴν τιμήν, ὅταν εἶναι νεκραίς.

 Σώπα, σώπα! θυμήσου πὼς ἔχεις
Θυγατέρα, γυναίκα, ἀδελφή,
Σώπα ἡ μαύρη κοιμᾶται στὸ μνῆμα
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή.

 Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη ἡμέρα,
Εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ,
Καὶ στὸν Πλάστη κινώντας μὲ σέβας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ:

 «Κοίτα μέσα στὰ σπλάχνα μου, Πλάστη!
τὰ φαρμάκωσα ἀλήθεια ἡ πικρή,
καὶ μοῦ βγῆκε ὂχ τὸ νοῦ μου, Πατέρα
Ποὺ πλασμένα μοῦ τἄχες Ἐσύ.

 Ὅμως κοίτα στὰ σπλάχνα μου μέσα,
Ποῦ τὸ κρίμα τοὺς κλαῖνε, καὶ πές,
Πὲς τοῦ κόσμου, ποὺ φώναξε τόσα,
Ἐδῶ μέσα ἂν εἶν᾿ ἄλλες πληγαίς».

 Τέτοια ὀμπρὸς εἰς τὸν Πλάστη κινώντας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ.
«Σώπα, κόσμε! κοιμᾶται στὸ μνῆμα,
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή».

----------------------------------------------

Εις Φραγκίσκα Φραίζερ

 Μικρὸς προφήτης ἔρριξε σὲ κορασιὰ τὰ μάτια,
καὶ στοὺς κρυφούς του λογισμοὺς χαρὰ γιομάτους εἶπε:
«Κι ἂν γιὰ τὰ μάτια σου Καλή, κι ἂν γιὰ τὴν κεφαλή σου,
κρίνους ὁ λίθος ἔβγανε, χρυσὸ στεφάνι ὁ ἥλιος,
δῶρο δὲν ἔχουνε γιὰ Σὲ καὶ γιὰ τὸ μέσα πλοῦτος.
Ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, ἀγγελικὰ πλασμένος.

 -------------------------------------------

Η Αγνώριστη.

Ποια είναι τούτη
που κατεβαίνει
ασπροντυμένη
οχ το βουνό;

 Τώρα που τούτη
η κόρη φαίνεται
το χόρτο γένεται
άνθι απαλό

κι ευθύς ανοίγει
τα ωραία του κάλλη
και το κεφάλι
συχνοκουνεί

 κι ερωτεμένο
να μη το αφήσει,
να το πατήσει
παρακαλεί.

 Κόκκινα
κι όμορφα
έχει τα χείλα,
ωσάν τα φύλλα
της ροδαριάς,

όταν χαράζει
και η αυγούλα
λεπτή βροχούλα
στέρνει δροσιάς.

Και των μαλλιώνε της
τ' ωραίο πλήθος
πάνου στο στήθος
λάμπει ξανθό.

 Έχουν τα μάτια της
οπού γελούνε
το χρώμα πού 'ναι
στον ουρανό.

 Ποια είναι τούτη
που κατεβαίνει
ασπροντυμένη
οχ το βουνό;

---------------------------------

 Σκιές.

Σκιές στην νύχτα τη βαθιά
Σκιές στο πρόσωπό μου
να βρω γυρεύω κάποιο φως
στην ερημιά του δρόμου.

 Μικρό κλειδί και χάθηκε
δεν είπες ένα "γεια σου"
Ποτέ δεν έμαθα πού πας
ούτε και το όνομά σου.

 Κι εγώ που τόσο σ' αγαπώ
που ζεις μες στην καρδιά μου
Είσαι στα όνειρα ανθός
είσαι στο φως σκιά μου.

 Σκιές στα μάτια τα βαθιά
από τη μια η φωνή σου
από την άλλη το όνειρο
πρωί να μ' αναστήσουν.

 Εδώ η πόρτα είναι κλειστή
κι αν έρθεις χτύπησέ μου
και στην γραμμή και σε γιορτές
δεν άνοιξα ποτέ μου.

---------------------------------------

Γαλήνη.

Δεν ακούεται ούτε ένα κύμα
εις την έρημη ακρογιαλιά.
 Λες κι η θάλασσα κοιμάται
εις της γης την αγκαλιά...

---------------------------------------


 Δε μ΄ αγαπάς.

 Όσα λούλουδα είν το Μάη
μαδημένα ερωτηθήκαν
κι όλα αυτά μ’ αποκριθήκαν
πως εσύ δε μ’ αγαπάς.

Σχόλια