"Κουταμάρες" Μ. Ποντίκας, εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

'' Καθώς απομακρύνεται το πλοίο και οι γλάροι το ακολουθούν, τεράστιο σύννεφο σκόνης κινείται από την ενδοχώρα προς τη θάλασσα.
 Πλησιάζοντας, το σύννεφο διαλύεται και απο­καλύπτει έναν ξερακιανό και εξαθλιωμένο ιππότη, με μια σκουριασμένη πανοπλία, ο οποίος ζορίζει το κοκαλιάρικο άλογό του για να το αναγκάσει να τρέξει πιο γρήγορα. 
Είναι ο ξακουστός Δον Κιχώτης. Μόλις που προλαβαίνει να σταματήσει στην άκρη της έρημης προκυμαίας, όπου κάθεται ο Χριστός με το καλάμι του και ψαρεύει. 
Ο Δον Κιχώτης δεν τον αναγνωρίζει και, φανερά εκνευρισμένος που έχασε το πλοίο, αφιππεύει και κοιτάζει τριγύρω, αναζητώντας κάποια δέστρα για να δέσει το άλογό του. 
Δέστρες όμως δεν υπάρχουν, κι ο Χριστός, που κατάλαβε τι θα τον ρωτούσε ο εξαθλιωμένος καβαλάρης, του εξηγεί: «Όποιο καράβι καταφέρει να φτάσει ώς εδώ, φέρνει τη δική του δέστρα και την ξαναπαίρνει μαζί του όταν φύγει…». 
Δεν είναι σίγουρο ότι συνεννοήθηκαν, εντούτοις ο ιππότης-παλιατζούρα, με νοήματα και χειρονομίες, ζητεί τώρα να μάθει πότε φεύγει το επόμενο πλοίο. Με τον ίδιο τρόπο τον πληροφορεί ο Χριστός ότι «το επόμενο είναι πάντα το προηγούμενο…». 
Πάνω στην ώρα καταφθάνει καβάλα στο ταλαίπωρο γαϊδούρι του κι ένας χοντρός κουρελής, ο ιπποκόμος προφανώς του ιππότη, ο περιβόητος Σάντσο Πάνθα. Este tipo es un gilipollas του φωνάζει αγανακτισμένος ο Δον Κιχώτης, που έχει ανέβει πάλι στο άλογό του και το σπιρουνίζει αλύπητα για να επιστρέψει στην ενδοχώρα από την οποία ήρθε. 
 Ο χοντρός ιπποκόμος τον ακολουθεί απορημένος ενώ ο Χριστός συνεχίζει το ψάρεμά του, σκεπτόμενος ότι ούτε με θαύμα σώζεται αυτή η χώρα. 
Γιατί, λοιπόν, να χάνει την ώρα του; Καλύτερα να την περνάει ψαρεύοντας. 
Κι ας αναλάβει ο Δον Κιχώτης, που τα καταφέρνει καλύτερα. ''

Σχόλια