'' Καθώς απομακρύνεται το πλοίο και οι γλάροι το ακολουθούν, τεράστιο
σύννεφο σκόνης κινείται από την ενδοχώρα προς τη θάλασσα.
Πλησιάζοντας, το σύννεφο διαλύεται και αποκαλύπτει έναν ξερακιανό και εξαθλιωμένο ιππότη, με μια σκουριασμένη πανοπλία, ο οποίος ζορίζει το κοκαλιάρικο άλογό του για να το αναγκάσει να τρέξει πιο γρήγορα.
Είναι ο ξακουστός Δον Κιχώτης. Μόλις που προλαβαίνει να σταματήσει στην άκρη της έρημης προκυμαίας, όπου κάθεται ο Χριστός με το καλάμι του και ψαρεύει.
Ο Δον Κιχώτης δεν τον αναγνωρίζει και, φανερά εκνευρισμένος που έχασε το πλοίο, αφιππεύει και κοιτάζει τριγύρω, αναζητώντας κάποια δέστρα για να δέσει το άλογό του.
Δέστρες όμως δεν υπάρχουν, κι ο Χριστός, που κατάλαβε τι θα τον ρωτούσε ο εξαθλιωμένος καβαλάρης, του εξηγεί: «Όποιο καράβι καταφέρει να φτάσει ώς εδώ, φέρνει τη δική του δέστρα και την ξαναπαίρνει μαζί του όταν φύγει…».
Δεν είναι σίγουρο ότι συνεννοήθηκαν, εντούτοις ο ιππότης-παλιατζούρα, με νοήματα και χειρονομίες, ζητεί τώρα να μάθει πότε φεύγει το επόμενο πλοίο. Με τον ίδιο τρόπο τον πληροφορεί ο Χριστός ότι «το επόμενο είναι πάντα το προηγούμενο…».
Πάνω στην ώρα καταφθάνει καβάλα στο ταλαίπωρο γαϊδούρι του κι ένας χοντρός κουρελής, ο ιπποκόμος προφανώς του ιππότη, ο περιβόητος Σάντσο Πάνθα. Este tipo es un gilipollas του φωνάζει αγανακτισμένος ο Δον Κιχώτης, που έχει ανέβει πάλι στο άλογό του και το σπιρουνίζει αλύπητα για να επιστρέψει στην ενδοχώρα από την οποία ήρθε.
Ο χοντρός ιπποκόμος τον ακολουθεί απορημένος ενώ ο Χριστός συνεχίζει το ψάρεμά του, σκεπτόμενος ότι ούτε με θαύμα σώζεται αυτή η χώρα.
Γιατί, λοιπόν, να χάνει την ώρα του; Καλύτερα να την περνάει ψαρεύοντας.
Κι ας αναλάβει ο Δον Κιχώτης, που τα καταφέρνει καλύτερα. ''
Πλησιάζοντας, το σύννεφο διαλύεται και αποκαλύπτει έναν ξερακιανό και εξαθλιωμένο ιππότη, με μια σκουριασμένη πανοπλία, ο οποίος ζορίζει το κοκαλιάρικο άλογό του για να το αναγκάσει να τρέξει πιο γρήγορα.
Είναι ο ξακουστός Δον Κιχώτης. Μόλις που προλαβαίνει να σταματήσει στην άκρη της έρημης προκυμαίας, όπου κάθεται ο Χριστός με το καλάμι του και ψαρεύει.
Ο Δον Κιχώτης δεν τον αναγνωρίζει και, φανερά εκνευρισμένος που έχασε το πλοίο, αφιππεύει και κοιτάζει τριγύρω, αναζητώντας κάποια δέστρα για να δέσει το άλογό του.
Δέστρες όμως δεν υπάρχουν, κι ο Χριστός, που κατάλαβε τι θα τον ρωτούσε ο εξαθλιωμένος καβαλάρης, του εξηγεί: «Όποιο καράβι καταφέρει να φτάσει ώς εδώ, φέρνει τη δική του δέστρα και την ξαναπαίρνει μαζί του όταν φύγει…».
Δεν είναι σίγουρο ότι συνεννοήθηκαν, εντούτοις ο ιππότης-παλιατζούρα, με νοήματα και χειρονομίες, ζητεί τώρα να μάθει πότε φεύγει το επόμενο πλοίο. Με τον ίδιο τρόπο τον πληροφορεί ο Χριστός ότι «το επόμενο είναι πάντα το προηγούμενο…».
Πάνω στην ώρα καταφθάνει καβάλα στο ταλαίπωρο γαϊδούρι του κι ένας χοντρός κουρελής, ο ιπποκόμος προφανώς του ιππότη, ο περιβόητος Σάντσο Πάνθα. Este tipo es un gilipollas του φωνάζει αγανακτισμένος ο Δον Κιχώτης, που έχει ανέβει πάλι στο άλογό του και το σπιρουνίζει αλύπητα για να επιστρέψει στην ενδοχώρα από την οποία ήρθε.
Ο χοντρός ιπποκόμος τον ακολουθεί απορημένος ενώ ο Χριστός συνεχίζει το ψάρεμά του, σκεπτόμενος ότι ούτε με θαύμα σώζεται αυτή η χώρα.
Γιατί, λοιπόν, να χάνει την ώρα του; Καλύτερα να την περνάει ψαρεύοντας.
Κι ας αναλάβει ο Δον Κιχώτης, που τα καταφέρνει καλύτερα. ''
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου