Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, (1906)

Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου

Ανάμεσα εις συντρίμματα καί ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων εν μέσω αγριοσυκών, μορεών μέ ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν πρός μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν τής νήσου, όπου τήν νύκτα επόμενον ήτο νά βγαίνουν καί πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τόν ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις τήν ερημίαν, θρηνούσαι τό πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των εις τόν επάνω κόσμον ― εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος τής Παναγίας τής Πρέκλας. Δέν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δέν υπήρχε στέγη καί άσυλον, εις όλον τό οροπέδιον εκείνο, παρά τήν απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε, καί εις τό προαύλιον τού ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον, καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών τήν ξυλείαν, όσην ηδυνήθη νά εύρη, καί τινας λίθους από τά τόσα τριγύρω ερείπια, διά νά στεγάζεται προχείρως εκεί καί καπνίζη ακατακρίτως τό τσιμπούκι του, μέ τόν ηλέκτρινον μαμέν, έξω τού ναού, ο φιλέρημος γέρων.

Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τόν τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού τού γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τά εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι τού Τουνεζίου, επανωβράκι* τσόχινον, μέ ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν μέ ηλέκτρινον μαμέν, καί κρατών μέ τήν αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δέν ήτο καί πολύ γέρων, ώς πενηνταπέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από τήν αρχαιοτέραν καί πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν τού τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός τήν μέσην, μελαχροινός, μέ αδρούς χαρακτήρας τού προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τά μουσικά, τά τε εκκλησιαστικά καί τά εξωτερικά, υπήρξε δέ μέ τήν χονδρήν αλλά παθητικήν φωνήν του ψάλτης καί τραγουδιστής εις τόν καιρόν του μέχρι γήρατος.
Τήν Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, τήν είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τά είκοσι πέντε έτη, καί είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς καί τρείς θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τόν ουδόν τού γήρατος, δέν συνέζη πλέον μαζί της.
Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τά τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί καί δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή καί συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός καί θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός, υπέρ τό έτος διαρκέσας. Μετά τόν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ τών συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει ήδη από τριών ετών καί ημίσεος. Δέν ήτο πλέον φόβος νά γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτον υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.

Τήν εσπέραν εκείνην, τής 13 Αυγούστου τού έτους 186… εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω τού ναΐσκου, εις τό προαύλιον, έμπροσθεν τής καλύβης τήν οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε τό τσιμπούκι του, κ᾿ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τόν λουλάν ανέθρωσκε καί ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις τό κενόν, καί οι λογισμοί τού ανθρώπου εφαίνοντο νά παρακολουθούν τούς κύκλους τού καπνού, καί νά χάνωνται μετ᾿ αυτών εις τό αχανές, τό άπειρον. Τί εσκέπτετο;
Βεβαίως, τήν σύζυγόν του, μέ τήν οποίαν ήσαν εις διάστασιν, καί τά τέκνα του, τά οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως τού είχον παρουσιασθή, πρώτην φοράν εις τήν ζωήν του, καί οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, καί χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τόν αντίσπορον τών χωραφίων ημπορούσε νά μήν αγοράζη ψωμί δι᾿ όλου τού έτους, αυτός καί η οικογένειά του. Οι δέ ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν, έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ᾿ επειδή δέν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τόν έτρωγαν»! Είτα αυξανομένης τής οικογενείας, συνηυξάνοντο καί αι ανάγκαι. Καί όσον ηύξανον τά έξοδα, τόσον τά έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δέν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρά κάμπη αρκεί διά νά καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον τού τόπου.
Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ᾿ έξω, καί όταν κατέφυγον εις τόν τόπον, εν ώρα συμφοράς καί ανεμοζάλης, κατά τήν Μεγάλην Επανάστασιν ή κατά τά άλλα κινήματα τά πρό αυτής, αρχομένης τής εκατονταετηρίδος, κανείς δέν έδωκε προσοχήν καί σημασίαν εις αυτούς.
Αλλ᾿ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τά κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει καί θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην τήν σημασίαν καί τήν προσοχήν των εις τά χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ᾿ εμπορεύοντο, κ᾿ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν ώρα, όπως καί τώρα καί πάντοτε συμβαίνει, οπότε οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην τών χρημάτων, καί τότε ήρχισαν νά υποθηκεύουν τά κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία καί ημίσεια, καί τά χρήματα επέστρεψαν εις τούς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ εαυτών καί τά κτήματα.
Έως τότε δέν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τόν έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ᾿ επ᾿ εσχάτων, είχε λάβει ανάγκην καί δευτέρου καί τρίτου δανείου, καί οι δανεισταί προθύμως τού έδιδαν, αλλ᾿ απήτουν νά τούς καθιστά υπέγγυα τά καλύτερα κτήματα, εκ τών οποίων έκαστον είχε, κατ᾿ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν τού ποσού τού δανειζομένου. Πλήν φεύ! αυτός δέν ήτο ο μόνος καημός του…
Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δέν εφόρει πλέον τό ωραίόν του μαύρον φέσι, τό τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί τής κεφαλής. Αλλ᾿ ευρίσκετο σήμερον εις τήν εξοχήν. Εάν τόν συνηντώμεν τήν προτεραίαν εις τήν αγοράν, κάτω εις τήν πολίχνην, θά εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον τό φέσι του… Είχε πρόσφατον πένθος.

«Άχ! Τό ᾽χασα, τό καημένο μ᾿, τό ευάγωγο, τό ᾽χασα!»
Ο γερο-Φραγκούλης εστέναξε, καί είχε δίκαιον νά στενάξη. Τό καλύτερον κοράσιόν του, τό τρίτον, τό μικρότερον, δεκατετραετές μόλις τήν ηλικίαν ―τό οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος μεταξύ δύο χωρισμών― τού είχεν αποθάνει πρό ολίγων μηνών…
Καί αυτός ήλθεν εις τήν Παναγίαν, διά νά κλαύση καί νά πή τόν πόνον του. Ήτον κτήμά του ο ναΐσκος τής Παναγίας τής Πρέκλας. Τό εκκλησίδιον ήτον ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον καί είχε καλάς εικόνας, καί μάλιστα τήν φερώνυμον, τήν γλυκείαν Παναγίαν τήν Πρέκλαν, σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καί μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του τήν βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα τής δρυΐνης θύρας τής στερεάς, καί δέν έλειπε συχνά νά επισκέπτεται τήν Παναγίαν του· ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη δέν είχεν αναφανή εις τά μέρη αυτά.
Ήτον η προπαραμονή τής εορτής, ότε θά ετελείτο πανήγυρις εις τόν ναΐσκον, τιμώμενον επ᾿ ονόματι τής Κοιμήσεως. Θά ήρχοντο από τόν τόπον πολλαί οικογένειαι καί άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών καί πανηγυριστών, καί ο παπα-Νικόλας, ο συμπέθερός του. Εις τόν παπα-Νικόλαν ο Φραγκούλας έδιδε διά τόν κόπον του έν τάλληρον, περιπλέον δέ εισέπραττεν ο παπάς διά λογαριασμόν του τάς δεκάρας, όσας έδιδαν αι γυναίκες «διά νά γράψουν τά ονόματα» ή τά «ψυχοχάρτια».
Όλα τ᾿ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τά εισέπραττεν ο Φραγκούλας ως εισόδημα ιδικόν του…
Καί τώρα τούς επερίμενε νά έλθουν πάλιν… καί ανελογίζετο πώς άλλοτε, όταν ήτον νέος ακόμη, μετά τόν πρώτον χωρισμόν από τήν γυναίκά του, η πανήγυρις αυτή τής Παναγίας τής Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά νά επέλθη συνδιαλλαγή μετά τής γυναικός του. Κατόπιν τής συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, καί τό Κουμπώ, τό θυγάτριον τό οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλας…
«Τό ᾽χασα τό καημένο μου, τό ευάγωγο, τό ᾽χασα!…»
Ώ, δέν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τόν από τής γυναικός του χωρισμόν ―τήν οποίαν άλλως τρυφερώς ηγάπα― όσον εθρήνει τήν σκληράν απώλειαν εκείνην τής κορασίδος, τήν οποίαν εις τόν άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον νά επανεύρη… Καί κατενύσσετο πολύ η καρδία του κ᾿ εθλίβετο… Καί ανελογίσθη ότι τό πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τόν ναΐσκον αυτόν τής Παναγίας τής Πρέκλας, ήρχοντο τάς ημέρας αυτάς νά εύρωσι, διά τής εγκρατείας καί τής προσευχής καί τού ιερού άσματος, αναψυχήν καί παραμυθίαν… Τόν παλαιόν καιρόν, πρό τού Εικοσιένα, όταν τό σήμερον έρημον καί κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι καί τών δύο ενοριών ήρχοντο εις τόν ναόν τής Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν᾿ ακούσωσι τάς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ όλον τόν Δεκαπενταύγουστον…
Άφησεν εις τήν άκρην τό τσιμπούκι, τό οποίον είχε σβήσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω τής αλλοφροσύνης καί τών ρεμβασμών τού καπνιστού, καί ακουσίως ήρχισε νά υποψάλλη.
Έλεγε τόν Μέγαν Παρακλητικόν κανόνα τόν εις τήν Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τά παθήματα καί τά βάσανα μιάς ψυχής, καί τήν σειράν όλην τών κατανυκτικών ύμνων, όπου είς βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους καί Άραβας καί τούς ιδικούς του, διεκτραγωδεί πρός τήν Παναγίαν τούς ιδίους πόνους του, καί τούς διωγμούς όσους υπέφερεν από τά στίφη τών βαρβάρων, τά οποία ονομάζει νέφη.
Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους, ύψωσεν ακουσίως τήν φωνήν, καί ήρχισε νά μέλπη τό αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε,
Γεθσημανή τώ χωρίω, κηδεύσατέ μου τό σώμα.
Καί σύ, Υιέ καί Θεέ μου, παράλαβέ μου τό πνεύμα».

… Καί είτα προσέτι, παρεκάλει διά τού άσματος τήν Παναγίαν, νά είναι μεσίτρια πρός τόν Θεόν, «μή μού ελέγξη τάς πράξεις, ενώπιον τών αγγέλων…» Ώ, αυτό είχε τήν δύναμιν καί τό προνόμιον νά κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών νά κλαίωσι τόν παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως…
Ο γερο-Φραγκούλας επίστευε καί έκλαιεν… Ώ, ναί, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα καί ημάρτανε καί μετενόει… Ηγάπα τήν θρησκείαν, ηγάπα καί τήν σύζυγον καί τά τέκνα του, επόθει ακόμη τόν συζυγικόν βίον, επόθει καί τόν βίον τόν μοναχικόν. Τόν καιρόν εκείνον είχεν αγαπήσει εξ όλης καρδίας τήν Σινιωρίτσαν του… καί τήν ηγάπα ακόμη. Αλλ᾿ όσον τρυφερός ήτο εις τόν έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις τό πείσμα, καί τόσον γοργός εις οργήν. Ώ! ατέλειαι τών ανθρώπων.
Τώρα, εις τούς τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη καί τήν οικονομικήν στενοχωρίαν, τό παράπονον τής ξεπεσμένης αρχοντιάς, τάς πιέσεις καί τάς απειλάς τών τοκογλύφων. «Τό διάφορο, κεφάλι! τό διάφορο, κεφάλι!» Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτο αφορία, αι ελαίαι δέν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τάς αμαρτίας τών ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει καί μαυρίσει αι ελαίαι, καί ήσαν γεμάται από βούλες, καί είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιός», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο νά περιέλθωσιν εις χείρας τών τοκογλύφων. ― Εγέννα ή όχι η γή, εκαρποφόρουν ή όχι τά δένδρα, ο τόκος δέν έπαυε. Τά κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε νά τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγ. Βασίλειος), αφού τά άγονα ήρχισαν κ᾿ εξηκολούθουν νά τίκτουν…
Ανελογίζετο αυτά, κ᾿ έκλαιεν η ψυχή του. Δέν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, νά ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον, εις τήν πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον, άλλοτε, όταν ήσαν «μονοιασμένοι» ― όπως είχεν έλθει καί άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι, πρό δεκαπέντε ετών… Τώρα μόνον η ψυχή τής Κούμπως, τής αθώας μικράς παρθένου, είθε νά παρίστατο αοράτως εις τήν πανήγυριν, αγαλλομένη.
Ώ! άλλοτε, πρό δεκαπέντε ετών, πρίν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ― ναί, η Παναγία είχε δωρήσει τό αβρόν εκείνο άνθος εις τόν Φραγκούλην καί τήν Σινιώραν, καί η Παναγία πάλιν τό είχε δρέψει καί τό είχεν αναλάβει πλησίον της, πρίν μολυνθή εκ τής επαφής τών ματαίων τού κόσμου… Τόν καιρόν εκείνον είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, τό πρώτον πείσμα, τό πρώτον κάκιωμα μεταξύ τών συζύγων. Καί ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή, όπως τώρα, από τήν πολίχνην τήν κατοικημένην εις τό παλαιόν χωρίον τό έρημον, τού οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι, καί δέν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Καί καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρείς ημέρας πρό τής εορτής εις τό παρεκκλήσιον τής Πρέκλας, εκάθητο δέ εις τά πρόθυρα τού ναΐσκου κ᾿ εκάπνιζε τό μακρόν τσιμπούκι μέ τό ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλήν τότε τό φέσι του ήτο κατακόκκινον, καί τώρα εφόρει μαύρον σκούφον… Καί τότε ο Φραγκούλης ήτον σαράντα χρόνων, καί τώρα ήτον πενηνταπέντε… Τότε έτρεφε πείσμα καί χολήν, αλλ᾿ είχε πολύ περισσότερον καί βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, καί μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος νά συγχωρήση· καί ν᾿ αγαπήση… Αλλά τώρα δέν έχει πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα τήν Σινιώραν, τήν επόνει, αλλ᾿ έκλαιε πολύ περισσότερον διά τό θυγάτριόν του, τό Κουμπώ, «τό καημένο, τό ευάγωγο!»
Εκείνην τήν φοράν, ο παπα-Νικόλας, άμα έφθασε τήν παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά τήν πανήγυριν, εστάθη πλησίον τής θύρας τού ναού, παρά τήν γωνίαν, καί τού είπε μυστηριωδώς:
― Θά ᾽χης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.
― Τί τρέχει, παπά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλας, όστις εμάντευσε πάραυτα.
― Θά σού έλθη τ᾿ ασκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα…
Ο παπάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς τήν οικογένειαν τού Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τά παιδία τά δύο μεγαλύτερα εκ τών τεσσάρων; ― καθόσον τά άλλα δύο τά μικρά, δέν θά ηδύναντο νά κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς τήν μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε νά βεβαιωθή.
― Θά ᾽ρθη μαζί κ᾿ η μάννα τους;
― Βέβαια… πιστεύω, είπεν ο παπάς.

Τώ όντι, όταν εβράδιασε καλά, καί ήρχισε νά σκοτεινιάζη, η κυρα-Σινιώρα ήλθε, μαζί μέ τήν γραίαν μητέρα της, καί μέ τά τέσσαρα παιδιά της, εν συνοδία καί άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δέν είχεν ιδεί τόν σύζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά, ― εις ευτελές δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τό οποίον ωνόμαζε «τό κελλί του», καί έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί, παραπέρα από τήν θύραν τής εκκλησίας, κ᾿ έκαμνε πώς έβλεπεν αλλού, καί πώς επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων, μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.
Η Σινιώρα εισήλθεν εις τόν ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία, καί ησπάσθη τάς εικόνας. Είτα, μετά τινα ώραν, εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ εχαιρέτισε τόν σύζυγόν της. Ούτος έτεινε πρός αυτήν τήν χείρα, καί ησπάσθη φιλοστόργως τά τέκνα του.
Ήδη ενύκτωνε, καί εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως, μετά τό λιτόν σαρακοστιανόν τό οποίον έφαγον κατά ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί, εδώ κ᾿ εκεί, επί τών χόρτων καί τών ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατά μίμησιν εκείνων τά οποία συνηθίζονται εις τά μοναστήρια, καί φέρων τρείς γύρους περί τόν ναόν, τό έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν, «τόν Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν, «τό τάλαντον! τό τάλαντον!»
Ευθύς τότε, τά δύο παιδία τού Φραγκούλα, καί πέντε ή έξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι, ανερριχήθησαν επάνω εις τήν στέγην τού ναού, άνωθεν τής θύρας, καί ήρχισαν νά βαρούν τρελά, αλύπητα, αχόρταστα, τόν μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τόν κρεμάμενον από δύο διχαλωτών ξύλων εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα καί επιπλήξεις τού Φραγκούλα, τού μπαρμπα-Δημητρού τού ψάλτου, καί τού Παναγιώτου τής Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δέν εκουράζετο νά τρέχη εις όλα τά εξωκκλήσια, καί νά κάμνη «κουμάντο», εωσού επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη νά τόν αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων τών εξοχικών ναών), τά παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε νά κρούουν τόν κώδωνα, κ᾿ εξεκόλλησαν τέλος από τήν στέγην τού ναΐσκου. Ο παπα-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, καί ήρχισεν η ακολουθία τής Αγρυπνίας.
Ο Φραγκούλας ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην τήν εσπέραν, ώστε από τού «Ελέησόν με ο Θεός», τής αρχής τού Αποδείπνου, μέχρι τού «Είη τό όνομα», εις τό τέλος τής Λειτουργίας ―όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος― όλα τά έψαλε καί τά απήγγειλε μόνος του από τού δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τόν κύρ Δημητρόν, τόν κάτοχον τού αριστερού χορού, νά λέγη κι αυτός από κανένα τροπαράκι, διά νά ξενυστάξη. Έψαλε τό «Θεαρχίω νεύματι» καί εις τούς οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κύρ Δημητρός «δέν εύρισκεν εύκολα τόν ήχον», ήτοι δέν ηδύνατο νά μεταβή αβιάστως καί άνευ χασμωδίας από ήχου εις ήχον. Εις τό τέλος τού Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε τό Συναξάρι, καί, χωρίς νά πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν ήρχισε τόν Εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς καί προκείμενα, είτα όλον τό «Πεποικιλμένη» έως τό «Συνέστειλε χορός», καί όλον τό «Ανοίξω τό στόμα μου» έως τό «Δέχου παρ᾿ ημών». Είτα έψαλεν Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας καί Μετάληψιν, πρός χάριν όλων τών ητοιμασμένων διά τήν Θείαν Κοινωνίαν, καί εις τήν Λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τό Χερουβικόν, τό «Αι γενεαί πάσαι», τό Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.
Όλα αυτά τά ενθυμείτο ακόμη, ως νά ήτον χθές, ο γερο-Φραγκούλας, καί είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη καί μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τά οποία συνέβησαν εις τήν Λιτήν, μικρόν πρό τού μεσονυκτίου, κατά τήν έξοδον τής ιεράς εικόνος εις τό ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχαν κολλήσει πολλά καί χονδρά κηρία, τά πλείστα έργα αυτών τών ιδίων χειρομάλακτα, τά δέ κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας καί περιπλοκάδας από τόν Παναγιώτην τής Αντωνίτσας, τόν πρόθυμον εις τήν υπηρεσίαν τής ιεράς πανηγύρεως, είχαν λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε νά πάρη φωτιάν τό φελόνι τού παπά, είτα καί τό γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης τής Αντωνίτσας, μή ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τάς ογκώδεις δέσμας τών φλεγόντων κηρίων, τάς έφερε κάτω εις τό έδαφος, κ᾿ επάτει δυνατά μέ τά τσαρούχια του διά νά τά σβήση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον, νά μήν πατή τά κηριά, γιατί είναι κρίμα.
Τότε είς τών παρεστώτων, υιός πλουσίου τού τόπου, από εκείνους οίτινες εις τό ύστερον κατέστησαν δανεισταί τού Φραγκούλα ―καί όστις ελέγετο ότι εμελέτα εις τάς εκλογάς νά βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος― ηκούσθη νά λέγη ότι πρέπει νά μάθουν νά κάμνουν «οικονομία, οικονομία στά κηριά! η νύχτα μεγαλώνει… ισημερία τώρα, κοντεύει… έχει νύχτα…»
Αλλ᾿ αι γυναίκες, ενώ ήξευραν, καλύτερα από εκείνον, όλας τάς οικονομίας τού κόσμου, δέν εννοούσαν τί θά πή «οικονομία στά κηριά», αφού άπαξ είναι αγορασμένα καί πληρωμένα, καί είναι μελετημένα καί ταμένα εξ άπαντος νά καούν, διά τήν χάριν τής Παναγίας. Μία απ᾿ αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι᾿ ένα θαύμα, τό οποίον είχεν ακούσει από τό συναξάρι τού Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις τήν Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τόν νεωκόρον, έχοντα τήν μανίαν νά σβήνη μισοκαμένα τά κηριά ― καί η γερόντισσα ήρχισε νά τό διηγήται χθαμαλή τή φωνή εις τήν πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες νά καούν τά κηρία, όσα προσφέρουν οι χριστιανοί, καί μή αμαρτάνης…»
Τήν ιδίαν ώραν συνέβη καί τούτο. Ενώ ο παπάς απήγγελλε τάς μακράς αιτήσεις τής Λιτής, επισυνάπτων καί τά ονόματα όλα, ζωντανά καί πεθαμένα, όσα τού είχον υπαγορεύσει αφ᾿ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως τό τριπλούν «Κύριε Ελέησον» μέ τήν χονδρήν φωνήν του, καί μέ όλον τό πάθος τής ψαλτικής του. Τότε ο μπαρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο νά είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τή ψαλτομανία του δέν τού επέτρεπε νά πή κ᾿ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι άμα ήρχιζεν ο Δημητρός τό δικό του, ο Φραγκούλας, μέ τήν γερήν, κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, τού ήρπαζε τήν πρωτοφωνίαν, καί υπέτασσε καί εκάλυπτε τήν ασθενή καί τερετίζουσαν φωνήν εκείνου), έλαβε τό θάρρος νά τού κάμη παρατήρησιν.
―  Πιό σιγά, πιό ταπεινά, κύρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νά τό λές τό Κύριε ελέησον, γιατί δέν ακούονται τά ονόματα, καί θέλουν οι γυναίκες νά τ᾿ ακούνε.
Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν νά λέγωνται εκφώνως τά ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τόν παπάν νά γράψη. Εννοούσαν νά τ᾿ ακούη κι ο Θεός κ᾿ η Παναγία κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν᾿ ακούση «τά δικά της τά ονόματα», καί νά τ᾿ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλλοντο αραδιαστά. Άλλως θά είχαν παράπονα κατά τού παπά, κι ο παπάς άν ήθελε νά φάγη κι άλλοτε, εις τό μέλλον, προσφορές, ώφειλε νά τά έχη καλά μέ τίς ενορίτισσες.
Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος τού Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τόν πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά νά φθάση εις τό ούς του, καί τού λέγει κρυφά:
― Πατέρα, άφησε καί τόν μπαρμπα-Δημητρό νά ψάλη «Κύριε ελέησον».
Τούτο ήτο ως έμπνευσις καί βοήθημα διά τόν Φραγκούλην. Επειδή ούτος δέν ήθελε φανερά νά υπακούση εις τήν σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν τού Δημητρού, καί πάλιν δέν ήθελε νά δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη πρός τόν καλόν γέροντα, καί τού λέγει:
― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορές τό «Κύριε ελέησον».
Τότε ο μπαρμπα-Δημητρός, όστις άν καί είχε γηράσει, δέν είχε μάθει ακόμη καλά τά Τυπικά, καί δέν ήξευρεν ακριβώς πότε κατά τήν Λιτήν τό Κύριε ελέησον λέγεται τρίς καί πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι νά τό ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παπάς εβιάσθη ν᾿ απαγγείλη ραγδαίως καί αθρόα τά τελευταία ονόματα, καί, διά νά είναι σύμφωνος μέ τόν ψάλτην, ήρχισε πρό τής ώρας νά λέγη: «…υπέρ τού διαφυλαχθήναι… από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» καί τά εξής.

Τέλος, μετά τήν λειτουργίαν, ο παπάς, ο Φραγκούλας καί η οικογένειά του, καί ολίγοι φίλοι, εκάθισαν κ᾿ έφαγαν ομού καί ηυφράνθησαν, καί τήν εσπέραν ο Φραγκούλης επανήρχετο, ειρηνικώς καί μέ αγάπην, μετά τής συζύγου καί τών τέκνων του, υπό τήν οικιακήν στέγην.
Πρίν παρέλθη έτος, εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον καί συμπαθές, ανετρέφετο καί ηλικιούτο, εγίνετο τό χάρμα καί η παρηγορία τού πατρός της. Δέν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον τού πατρός της, εις τό «κελλί του», όπου κατώκει εις τήν ανωφερή εσχατιάν τής πολίχνης, καί τόν εγέμιζε περιποιήσεις καί τρυφερότητας.
Αυτή μόνη εδέχετο προθύμως τούς πατρικούς χαλινούς, ενώ τά άλλα τέκνα δέν ήρχοντο ποτέ πλησίον τού πατρός των, καί διά τούτο εκείνος τήν ωνόμαζε «τό ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε νά τόν εύρη, καί δέν έπαυε νά τόν παρακαλή:
―Έλα, πατέρα, στό σπίτι· μή μάς αφήσης, λέγ᾿ η μητέρα, ζωνταρφανά.
Μίαν τών ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, καί πνευστιώσα τού είπε:
―  Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θά παντρέψουμε τ᾿ Αργυρώ μας… Έλα στό σπίτι, γιατί δέν είναι πρέπο, λέγει η μητέρα, νά είστε χωρισμένοι εσείς, πού θά παντρευτή τ᾿ Αργυρώ μας… γιά νά μήν κακιώση ο γαμπρός!…
Τώ όντι ο Φραγκούλας επείσθη, κ᾿ εφιλιώθη μέ τήν σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν τήν Αργυρώ, είτα μετ᾿ ολίγους μήνας τήν εστεφάνωσαν… Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ τού παλαιού ανδρογύνου, καί μ᾿ ένα γεροντόπαιδον μαζί, τό οποίον ήλθεν εις τόν κόσμον σχεδόν συγχρόνως μέ τόν γάμον τής πρωτοτόκου.
Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δέν έπαυε νά τρέχη πλησίον τού πατρός της, καί νά τόν παρακινή ν᾿ αγαπήση μέ τήν μητέρα.
Μίαν ημέραν, θλιβερά τού είπε:
― Δέν θά μπορώ πλέον νά ᾽ρχωμαι ούτε στό κελλί σου, πατέρα. Είναι κάτι κακές γυναίκες, εκεί στό μαχαλά, στό δρόμο πού περνώ, καί τίς άκουσα πού λέγανε, καθώς περνούσα: «Νά τό κορίτσι τής Φραγκούλαινας, πού τήν έχει απαρατήσει ο άντρας της…» Δέν τό βαστώ πλέον, πατέρα…
Τώ όντι παρήλθον τρείς ημέραι, καί η Κούμπω δέν εφάνη εις τό κελλί τού πατρός της. Τήν τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά καί μαραμένη, εφαίνετο νά πάσχη.
― Τί έχεις, κορίτσι μου; τής είπεν ο πατήρ της.
―Άν δέν έλθης, πατέρα, τού απήντησεν αποτόμως αίφνης, μέ παράπονον καί μέ πνιγμένα δάκρυα, νά ξεύρης, θά πεθάνω απ᾿ τόν καημό μου!…
―Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.
Τώ όντι, τήν άλλην ημέραν επήγεν εις τήν οικίαν. Αλλ᾿ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής, καί είχε δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθε παρά τήν κλίνην της, καί τής ανήγγειλεν ότι έκαμεν αγάπην μέ τήν μητέρα της, διά νά χαρή, ήτον αργά πλέον. Η τρυφερά παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, καί ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε νά τήν ανακαλέση εις τόν πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν καί πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, μέ τήν λαλιάν εις τό στόμα:
― Πατέρα! πατέρα! στήν Παναγία νά κάμετε μιά λειτουργία… μέ τήν μητέρα μαζί…
Είπε καί απέθανε.
Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα, ομού μέ τήν σύζυγόν του… Κατόπιν απεσύρθη, κ᾿ εξηκολούθησε νά κλαίη μόνος του, εις τήν ερημίαν..
Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτον μάλλον φιλικός καί μέ τήν συναίνεσιν τής Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον νά γίνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο τήν τελευταίαν σύστασιν τής Κούμπως, «μέ τήν μητέρα μαζί». Μόνον έν παροδικόν πείσμα τού είχεν έλθει. Τού εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, καί η άλλη η δευτερότοκος, δέν τήν ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δέν τήν επένθησαν όσον τής ήξιζε, τήν ατυχή μικράν, τήν Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει νά ζή ολομόναχος πάλιν, τώρα, «επί γήραος ουδώ». Καί ενθυμείτο τόν στίχον τού Ψαλτηρίου: «Μή απώση με εις καιρόν γήρως… καί έως γήρως καί πρεσβείου μή εγκαταλίπης με».
Καί τήν ημέραν αυτήν, τήν παραμονήν τής Κοιμήσεως πάλιν, τόν ευρίσκομεν νά κάθηται εις τό προαύλιον τού ναΐσκου, καί νά καπνίζη μελαγχολικώς τό τσιμπούκι του, μέ τόν ηλέκτρινον μαμέν… αναλογιζόμενος τόσα άλλα καί τούς οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι τού είχαν πάρει εν τώ μεταξύ τό καλύτερον κτήμα· ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν μέ οπωροφόρα δένδρα, μέ βρύσιν, μέ ρέμα καί νερόμυλον … καί νά εκχύνη τά παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας πρός τήν Παναγίαν.
«Εκύκλωσαν αι τού βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»
Κ᾿ επόθει ολοψύχως τόν μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, κ᾿ επεκαλείτο μεγάλη τή φωνή τόν «Γλυκασμόν τών Αγγέλων, τών θλιβομένων τήν χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός καί σώτειρα·
«αντιλαβού μου καί ρύσαι,
τών αιωνίων βασάνων…»


Σχόλια