ΜΙΚΡΟ Ααπόσπασμα από το "ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΙΛΙ - ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΑΚΗ ΒΙΖΥΗΝΟΥ ΣΤΟ ΧΑΡΕΜΙ ΤΟΥ ΑΜΠΝΤΟΥΛΑΖΙΖ", του Θωμά Κοροβίνη.

Μια χαρά τα περνούσε τώρα μέσα σ’ αυτή την μισότυφλη γωνίτσα, -που ήταν η κρυψώνα της Μπας χανούμης μα εκείνος δεν το’ ξερε- χωρούσε και παραχωρούσε το κορμάκι του μικρού Γιωργή εκεί, απλωνόταν άνετα, με τεντωμένα τα πόδια του στην πολυθρόνα, κι ακόμη, καθώς έραβε, μπορούσε να ατενίζει όλο το θέατρο του μεγάλου δαερέ που φωτιζόταν όχι μόνο από τον κεντρικό πολυέλαιο με τα σαράντα κεριά αλλά κι απ’ τους πελώριους χάλκινους κηροστάτες που ήταν έξυπνα τοποθετημένοι σε επιλεγμένα σημεία στο δάπεδο, μα κι απ’ τις πολλές λογιώ λογιώ πελώριες γυάλινες λάμπες που τις είχαν κρεμάσει ψηλά στους τοίχους ανά δέκα μέτρα ή τοποθετήσει χαμηλότερα σε ξυλόγλυπτες εταζέρες. Παρατηρούσε από κει μέσα τις οδαλίσκες που σχημάτιζαν μικρές παρέες, ανά δύο, ανά τρεις, κοιτιόνταν μεταξύ τους και κουτσομπόλευαν απροκάλυπτα, χαϊδεύονταν και τσιμπιούνταν επιδεικτικά, επιδίδονταν σε ατέρμονους γαργαλισμούς και σκανδαλιστικές διαχύσεις, λύνονταν κάθε τόσο απρόσμενα σε γέλια σπαρταριστά, ξελιγώνονταν από χάχανα ατέλειωτα, κι ύστερα σε μια στιγμή, σαν συνεννοημένες, ξεσπάθωναν σε νετελικάτους ή ξέφρενους χορευτικούς αυτοσχεδιασμούς με τζιλβέδες και καμώματα, ζωηρά παιχνιδίσματα του ματιού και λιμπιστικά τσαλίμια του κορμιού, αφήνοντας αραιά και που αναστεναγμούς ερωτικής πρόκλησης, ανακραυγάσματα ερωτικής δίψας και ανεκπλήρωτης ηδονής. Τα χανουμάκια ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, ποιο θα επιδείξει τον πιο περίτεχνο ακκισμό, ποιο θα παρουσιάσει τα πλέον ασυναγώνιστα θέλγητρα, εκφράζοντας ηδυπαθώς το καθένα χωριστά και ταυτοχρόνως παράλληλα το απαύγασμα της γυναικείας φιλαρέσκειας, οδηγούμενα στο αποκορύφωμα του πιο ατίθασου ναρκισσεύματος. Κάποια έκρουε ζωηρά έναν νταγερέ, μια άλλη χτυπούσε ρυθμικά τα ζίλια, μια τρίτη έπαιζε περίτεχνα το λαούτο της, και το τέμπο γινόταν όλο και πιο γρήγορο, οι χοροί εκδηλώνονταν όλο και πιο λικνιστικοί, οι φωνές έβγαιναν εναγώνιες και λαχανιασμένες, τα σώματα έφταναν στο ζενίθ της έξαψής τους.
Κι έτσι, καθώς ένα ελαφρό αεράκι τρυπώνοντας απ’ τους ψηλούς φεγγίτες ανακάτευε τα μύρια αρώματα και τα βαριά πατσουλιά με τα οποία είχαν πασαλειφτεί σ’ όλο το κορμί, το πρόσωπο και τα μαλλιά τους οι χανούμισσες και τα’ φερνε μεθυστικά ως τη μύτη του αγοριού, ένιωσε ο Γιωργής μιαν αποπνικτική ζάλη, σαν ελαφριά λιποθυμιά. Κι όπως τον συνεπήρε ο δαιμονικός αφροδισιακός χορός των σκλάβων γυναικών, ξεπλανεμένος, σκλάβος κι ο ίδιος μιας αναπάντεχης, παράξενης ευφροσύνης, βρέθηκε σ’ άλλον κόσμο και σ’ άλλον χρόνο, σε «πανηγύρι» Αναστενάρηδων, στα μέρη της πατρίδας του -να’ ταν στο Κωστί, στο Μουσελίμ, στη Σαρακήνα ή στο Σαμάκοβο με τα πλούσια μεταλλεία; Κι είδε στη θέση των λαχταριστών κοριτσιών που συγκροτούσαν τον μουσικό θίασο, νεαρούς Θρακιώτες οργανοπαίχτες, τους εγγονούς του μυθικού Ορφέα, καθισμένους σε σκαμνιά, να παίζουν γκάιντα και αυλό, λύρα τρίχορδη και νταούλι με βίτσα, παραμονή του Αγίου Κωνσταντίνου -να’ ταν επτά χρονών που τον πήρε ο παππούλης του, στις «χαρές» των πυροβατών, των Βάκχων-Χριστιανών; Κι είδε στη θέση των ορχουμένων χανουμισσών φρενιασμένους πιστούς με δύναμη υπερφυσική να πατούν τ’ αναμμένα κάρβουνα αλαλάζοντας και κρατώντας αγκαλιά τις εικόνες που κάθε τόσο τις σήκωναν ψηλά, όπως ο παπάς το Ευαγγέλιο στη λειτουργία, και αφήνοντας αραιά και που ένθεους αναστεναγμούς να διακατέχονται από μιαν αλλόκοτη δύναμη φτάνοντας σε οιστροπληξία! Και πλημμύρισαν τα μάτια του δάκρυα, όπως εκείνη τότε την φορά, καθώς βυθιζόταν στην αφοπλιστική σαγήνη της εικόνας που περνούσε από μπροστά του κι έκανε η καρδιά του ένα «κρακ», σα να ράγισε, κι είδε να τον καλούν οι πρόγονοί του μέσα απ’ τo βάθος της εικόνας να ξυποληθεί και να «πατήσει» κι αυτός, να γίνει πυροβάτης, μύστης της ακαίας, ενώ τον είχε συνεπάρει και τον είχε «σηκώσει», θαρρείς, στα σύννεφα, ο λυράρης καθώς ύψωνε την αρχαία του φωνή με ανεπιτήδευτο, ανατριχιαστικό σπαραγμό : «Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, κι ο Μικροκωνσταντίνος….»!

Σχόλια