…] ο Αγιορόα ζήτησε μεταξύ των ρέιντζερς εθελοντές για το έργο του δήμιου. Ο υπαξιωματικός Μάριο Τεράν ζήτησε να τον αφήσουν να σκοτώσει τον Τσε. Ένας στρατιώτης θυμάται: «Το επιχείρημα του ήταν ότι από το λόχο Β είχαν σκοτωθεί τρεις άντρες με το όνομα Μάριο και ότι προς τιμήν τους έπρεπε να του παραχωρήσουν το δικαίωμα να σκοτώσει τον Τσε». Ήταν μισομεθυσμένος. Ο λοχίας Μπερναρδίνο Ουάνκα προσφέρθηκε να δολοφονήσει τους συντρόφους του Τσε.
Μετά τη 1.00 το απόγευμα, ο Τεράν, ένας άντρας μετρίου αναστήματος, όχι πάνω από 1,60, πλακουτσομύτης, γύρω στα 65 κιλά, μπήκε στο δωματιάκι του σχολείου όπου βρισκόταν ο Τσε, κρατώντας στα χέρια του ένα Μ2 που του είχε δανείσει ο υπαξιωματικός Πέρες. Στο διπλανό δωμάτιο ο Ουάνκα γάζωνε με τις σφαίρες του τον Τσίνο και τον Σιμόν.
Ο Τσε ήταν καθισμένος σ' έναν πάγκο, με τους καρπούς των χεριών του δεμένους και την πλάτη του ν' ακουμπάει στον τοίχο. Ο Τεράν διστάζει, κάτι λέει, ο Τσε του απαντάει:
— Μη νιώθεις άσχημα. Ήρθες για να με σκοτώσεις.
Ο Τεράν κάνει μια κίνηση να φύγει, αλλά τελικά ρίχνει την πρώτη ριπή σαν απάντηση σε μια φράση που μετά από τριάντα περίπου χρόνια λένε ότι είπε ο Τσε: “Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις”.
«Όταν έφτασα, ο Τσε ήταν καθισμένος σ' έναν πάγκο. Με το που με είδε, είπε: “ Ήρθατε για να με σκοτώσετε”. Εγώ δεν τόλμησα να του ρίξω και τότε εκείνος μου είπε: “Ηρεμήστε, έναν άντρα θα σκοτώσετε”. Τότε έκανα ένα βήμα πίσω, προς το κατώφλι της πόρτας, έκλεισα τα μάτια και του έριξα την πρώτη ριπή. Ο Τσε έπεσε στο πάτωμα με τα πόδια διαλυμένα, συσπάστηκε και άρχισε να αιμορραγεί βαριά. Εγώ ξαναβρήκα το κουράγιο μου και του έριξα τη δεύτερη ριπή, που τον βρήκε στο βραχίονα, στον ώμο και στην καρδιά.»
Λίγο αργότερα ο υπαξιωματικός Κάρλος Πέρες μπαίνει στο δωμάτιο και ρίχνει έναν πυροβολισμό στο πτώμα. Δε θα είναι ο μόνος, καθώς και ο στρατιώτης Καμπέρο θα πυροβολήσει τον Τσε, για να εκδικηθεί το θάνατο του φίλου του Μανουέλ Μοράλες.
Οι διάφορες μαρτυρίες φαίνονται να συμφωνούν όσον αφορά την ώρα του θανάτου του Τσε Γκεβάρα:
Ήταν περίπου 1.10 το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου του 1967.
[…]
Σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια αργότερα ο συνταγματάρχης Αράνα, αρχηγός τότε του G2 του βολιβιανού στρατού, θα δώσει στη δημοσιότητα τρεις φωτογραφίες: Σε μία από αυτές δύο κακοντυμένοι στρατιώτες, έφηβοι σχεδόν, σημαδεύουν με τα τουφέκια τους το πτώμα του Τσε στο μισοσκόταδο του δωματίου. Μια δεύτερη φωτογραφία δείχνει έναν τρίτο στρατιώτη (να πρόκειται άραγε για τον υπαξιωματικό Τεράν;) καθισμένο ανακούρκουδα δίπλα στο πτώμα, φαίνεται σαν να αγγίζει τα μαλλιά του νεκρού με το δεξί του χέρι. Η τρίτη φωτογραφία δείχνει τους δύο πρώτους στρατιώτες να εξετάζουν το πτώμα. Δεν είναι φωτογραφίες θριαμβευτών κυνηγών με τη λεία τους, αλλά μάλλον ντροπαλών και αιφνιδιασμένων εκτελεστών που δε θέλουν να κοιτάξουν το φακό.
Μετά τη 1.00 το απόγευμα, ο Τεράν, ένας άντρας μετρίου αναστήματος, όχι πάνω από 1,60, πλακουτσομύτης, γύρω στα 65 κιλά, μπήκε στο δωματιάκι του σχολείου όπου βρισκόταν ο Τσε, κρατώντας στα χέρια του ένα Μ2 που του είχε δανείσει ο υπαξιωματικός Πέρες. Στο διπλανό δωμάτιο ο Ουάνκα γάζωνε με τις σφαίρες του τον Τσίνο και τον Σιμόν.
Ο Τσε ήταν καθισμένος σ' έναν πάγκο, με τους καρπούς των χεριών του δεμένους και την πλάτη του ν' ακουμπάει στον τοίχο. Ο Τεράν διστάζει, κάτι λέει, ο Τσε του απαντάει:
— Μη νιώθεις άσχημα. Ήρθες για να με σκοτώσεις.
Ο Τεράν κάνει μια κίνηση να φύγει, αλλά τελικά ρίχνει την πρώτη ριπή σαν απάντηση σε μια φράση που μετά από τριάντα περίπου χρόνια λένε ότι είπε ο Τσε: “Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις”.
«Όταν έφτασα, ο Τσε ήταν καθισμένος σ' έναν πάγκο. Με το που με είδε, είπε: “ Ήρθατε για να με σκοτώσετε”. Εγώ δεν τόλμησα να του ρίξω και τότε εκείνος μου είπε: “Ηρεμήστε, έναν άντρα θα σκοτώσετε”. Τότε έκανα ένα βήμα πίσω, προς το κατώφλι της πόρτας, έκλεισα τα μάτια και του έριξα την πρώτη ριπή. Ο Τσε έπεσε στο πάτωμα με τα πόδια διαλυμένα, συσπάστηκε και άρχισε να αιμορραγεί βαριά. Εγώ ξαναβρήκα το κουράγιο μου και του έριξα τη δεύτερη ριπή, που τον βρήκε στο βραχίονα, στον ώμο και στην καρδιά.»
Λίγο αργότερα ο υπαξιωματικός Κάρλος Πέρες μπαίνει στο δωμάτιο και ρίχνει έναν πυροβολισμό στο πτώμα. Δε θα είναι ο μόνος, καθώς και ο στρατιώτης Καμπέρο θα πυροβολήσει τον Τσε, για να εκδικηθεί το θάνατο του φίλου του Μανουέλ Μοράλες.
Οι διάφορες μαρτυρίες φαίνονται να συμφωνούν όσον αφορά την ώρα του θανάτου του Τσε Γκεβάρα:
Ήταν περίπου 1.10 το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου του 1967.
[…]
Σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια αργότερα ο συνταγματάρχης Αράνα, αρχηγός τότε του G2 του βολιβιανού στρατού, θα δώσει στη δημοσιότητα τρεις φωτογραφίες: Σε μία από αυτές δύο κακοντυμένοι στρατιώτες, έφηβοι σχεδόν, σημαδεύουν με τα τουφέκια τους το πτώμα του Τσε στο μισοσκόταδο του δωματίου. Μια δεύτερη φωτογραφία δείχνει έναν τρίτο στρατιώτη (να πρόκειται άραγε για τον υπαξιωματικό Τεράν;) καθισμένο ανακούρκουδα δίπλα στο πτώμα, φαίνεται σαν να αγγίζει τα μαλλιά του νεκρού με το δεξί του χέρι. Η τρίτη φωτογραφία δείχνει τους δύο πρώτους στρατιώτες να εξετάζουν το πτώμα. Δεν είναι φωτογραφίες θριαμβευτών κυνηγών με τη λεία τους, αλλά μάλλον ντροπαλών και αιφνιδιασμένων εκτελεστών που δε θέλουν να κοιτάξουν το φακό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου