"Στο café της χαμένης νιότης", Patrick Modiano, μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις "Πόλις" (2008)

Συχνά, εκείνη κι εγώ παίρναμε αυτόν τον ίδιο δρόμο για να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο της.
Κάναμε κύκλο, αλλά είχαμε συνηθίσει να περπατάμε. Ήταν στ’αλήθεια κύκλος; Μα όχι – αν το καλοσκεφτείς, μιά ευθεία ήταν, μου φαίνεται, ως την ενδοχώρα.
Τις νύχτες, στη Λεωφόρο Ντανφέρ-Ροσρό, ήμαστε σε μια επαρχιακή πόλη, εξαιτίας της ησυχίας κι όλων των θρησκευτικών κτισμάτων που οι πύλες τους διαδέχονταν η μία την άλλη.
Τις προάλλες, διέσχισα με τα πόδια το δρόμο που πλαισιώνεται από πλατάνια και ψηλούς μαντρότοιχους, και κόβει στη μέση το νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Αυτός ήταν κι ο δρόμος που οδηγούσε στο ξενοδοχείο της. Θυμάμαι ότι προτιμούσε να τον αποφεύγει, κι αυτός ήταν ο λόγος που παίρναμε την Ντανφέρ-Ροσρό. Προς το τέλος, πάντως δεν φοβόμασταν πια τίποτα και βρίσκαμε ότι ο δρόμος που κόβει το νεκροταφείο, δε στερούνταν γοητείας τη νύχτα, κάτω απ’τα θολωτά φυλλώματα. Κανένα αυτοκίνητο δεν περνούσε εκείνη την ώρα, ούτε συναντούσαμε ποτέ κανέναν.
Είχα ξεχάσει να τον περιλάβω στον κατάλογο των ουδέτερων ζωνών. Μάλλον σύνορο ήταν.
Όταν φτάναμε στο τέρμα, μπαίναμε σε μια χώρα όπου νιώθαμε ασφαλείς απ’όλα.
Την περασμένη εβδομάδα, δεν ήταν νύχτα που περπατούσα αλλά βραδάκι. Δεν είχα ξανάρθει εδώ από τότε που περπατούσαμε μαζί ή όταν ερχόμουν να σε συναντήσω στο ξενοδοχείο.
 Για μια στιγμή, είχα τη φαντασίωση ότι μετά από το νεκροταφείο θα σε ξανάβρισκα. Εκεί ήταν η Αιωνία Επιστροφή. Η ίδια κίνηση όπως παλιά για να πάρω από τη ρεσεψιόν το κλειδί γιά το δωμάτιό σου. Η ίδια απότομη σκάλα. Η ίδια λευκή πόρτα με τον αριθμό 11. Η ίδια προσμονή. Και μετά, τα ίδια χείλη, το ίδιο άρωμα, τα ίδια μαλλιά που χύνονται σαν καταρράκτης.
Είχα ακόμα στ’ αφτιά μου τα λόγια του ντε Βερ για τη Λουκί:
"Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί...Όταν αγαπάς αληθινά κάποιον, πρέπει να δέχεσαι και το μυστήριό του..."

Σχόλια